Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "αγαθοποιός -ός / -ά -ό" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγαθοποιός -ός / -ά -ό [aγaθopiós] E13 : (λόγ.) που έχει αγαθό, ευεργετικό αποτέλεσμα: Aγαθοποιές δυνάμεις. Aγαθοποιές επιδράσεις.
[λόγ. < ελνστ. ἀγαθοποιός]