Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "αβράδιαστος -η -ο"
αβράδιαστος -η -ο [avráδjastos] E5 : 1.που δεν τον βρίσκει το βράδυ. || (κατάρα) ~ να ΄ναι / ΄σαι, να μην τον / σε βρει το βράδυ ζωντανό. 2. (μτφ.) ατέλειωτος, συνήθ. στη ΦP μέρα αβράδιαστη, αποφράδα.

[α- 1 βραδιασ- (βραδιάζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες