Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "-α 3" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -α 3 : επίθημα για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών: 1. παράγωγων από ρήματα· εκφράζει την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος: (ανασαίνω) ανάσα, (γεννώ) γέννα, (κατρακυλώ) κατρακύλα, (νυστάζω) νύστα, (παστρεύω) πάστρα, (φυραίνω) φύρα. 2. παράγωγων από επίθετα· εκφράζει ιδιότητα ή κατάσταση σχετική με το επίθετο: (αλμυρός) αλμύρα, (γλυκός) γλύκα, (λοξός) λόξα, (νεκρός) νέκρα, (πικρός) πίκρα, (τρελός) τρέλα, (ψυχρός) ψύχρα.
[μσν. -α με βάση αρχ. συγγ. ζευγάρια ρ. - αφηρ. θηλ. σε -α: πειν-ῶ - πεῖν-α & επίθ. -ρός - αφηρ. θηλ. -ρα: ἐχθρ-ός - ἔχθρ-α με επέκτ. σε άλλα ρ. και ουσ.: μσν. βρομ(ώ) - βρόμ-α, αλμυρ(ός) - αλμύρ-α]