Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "αβούλιαχτος -η -ο" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβούλιαχτος -η -ο [avúlaxtos] E5 : ANT βουλιαγμένος. 1. που δε βούλια ξε ή που δε βουλιάζει· αβύθιστος: Aπό τη φουρτούνα κανένα ψαροκάικο δεν έμεινε αβούλιαχτο. 2. (για οικοδομή, τοίχο κτλ.) που δεν κατέρρευσε ή που δεν έπαθε καθίζηση: Στέγη αβούλιαχτη. Σ΄ ένα μόνο σημείο ο δρόμος έμεινε ~.
[α- 1 βουλιακ- (βουλιάζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]