Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "αβοτάνιστος -η -ο" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβοτάνιστος -η -ο [avotánistos] E5 : (για κήπους, αγρούς κτλ.) που δεν τον έχουν βοτανίσει, δεν τον έχουν καθαρίσει από τα ζιζάνια και τα άγρια χόρτα. ANT βοτανισμένος, ξεβοτανισμένος: Aβοτάνιστο χωράφι.
[α- 1 βοτανισ- (βοτανίζω) -τος]