Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 46.747 εγγραφές [421 - 430] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ότητα [ótita] & -ύτητα [ítita] ανάλογα με το χαρακτήρα του θέματος της πρωτότυπης λέξης : επίθημα για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών. 1. (συνήθ. από επίθ.) δηλώνει ιδιότητα ή κατάσταση ανάλογη με αυτή που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: α. από επίθετα σε -ος / -ός: (αρμόδιος) αρμοδιότητα, (ηλίθιος) ηλιθιότητα, (εγκάρδιος) εγκαρδιότητα, (λιτός) λιτότητα, (σφαιρικός) σφαιρικότητα, (σφριγηλός) σφριγηλότητα. β. από επίθετα σε -ικός -ική -ικό: (αγγελικός) αγγελικότητα, (δουλικός) δουλικότητα, (ελληνικός) ελληνικότητα, (πνευματικός) πνευματικότητα, (σατανικός) σατανικότητα. γ. από επίθετα σε -ύς -εία -ύ: (βραδύς) βραδύτητα, (γλυκύς) γλυκύτητα, (δριμύς) δριμύτητα, (ταχύς) ταχύτητα. || από επίθετα σε -ύς -ιά -ύ: (βαθύς) βαθύτητα. δ. από ουσιαστι κά που συνήθ. δηλώνουν ιδιότητα: (θεός) θεότητα, (μητέρα) μητρότητα, (πατέρας) πατρότητα, (ποιόν) ποιότητα, (ποσόν) ποσότητα. 2. (από ουσιαστικά) δηλώνει σύνολο προσώπων που χαρακτηρίζονται από την ιδιότητα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (άνθρωπος) ανθρωπότητα.
[λόγ. < αρχ. -της, αιτ. -τητα κυρ. μετεπιθ. επίθημα παραγωγικό αφηρημένων θηλ. ουσ. με βάση επίθ. με θέμα σε -ο: αρχ. ἀνδρεῖο-ς > ἀνδρειό-της, ελνστ. δόλιο-ς > δολιό-της, σπάν. με θ. σε -υ: αρχ. βαρύ-ς > βαρύ-της και επέκτ. σε -ότης, -ύτης]
- -ού 1 [ú] : επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών: 1α. (από αρσενικά σε -άς, -τζής) δηλώνει τη γυναίκα κάποιου, ο οποίος χαρακτηρίζεται από το επάγγελμα που ασκεί ή τη γυναίκα που η ίδια ασκεί αυτό το επάγγελμα: (καπελάς) καπελού, (μυλωνάς) μυλωνού, (ομπρελάς) ομπρελού, (παπλωματάς) παπλωματού· (καφετζής) καφετζού, (ψιλικατζής) ψιλικατζού. β. χωρίς να υπάρχει αντίστοιχο αρσενικό: καμπαρετζού, κουμποτρυπού. 2. (λαϊκότρ.) σε ανδρωνυμικά ουσιαστικά δηλώνει τη γυναίκα που την ονομάζουν από το βαφτιστικό όνομα του άντρα της: (Bασίλης) Bασιλού, (Mιχάλης) Mιχαλού.
[μσν. -ού: μσν. βυζ-ού < αρχ. (ιων.) επίθημα θηλ. κύριων ον. -ώ, αιτ. -οῦν και μεταπλ. με βάση την αιτ. σε νέα ονομ. -ού: αρχ. Ἰώ, αιτ. Ἰοῦν, ελνστ. Δημώ, αιτ. Δημοῦν. Το επίθημα συνδυάστηκε με αρσ. ανδρωνυμικά και επαγγελμ. -άς: μσν. μυλων(άς) -ού και με αρσ. -ής: μερακλ(ής) -ού, και ανεξάρτητο χωρίς αντίστοιχο αρσ.: κουμποτρυπ-ού, στριπτιζ-ού, ναζ-ού]
- -ού 2 : επίθημα για το σχηματισμό του θηλυκού γένους ειδικής κατηγορίας ονομάτων που λειτουργούν μέσα στην πρόταση άλλοτε ως ουσιαστικά και άλλοτε ως επίθετα· δηλώνει το θηλυκού γένους πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από ανάλογη προς το αρσενικό ιδιότητα. 1. (με αποκλειστικό σχηματισμό θηλ. σε -ού) (παραμυθάς) παραμυθού, (φαγάς) φαγού· (κοιλαράς) κοιλαρού, (υπναράς) υπναρού, (χορευταράς) χορευταρού, (φωνακλάς) φωνακλού· (μπεκρής) μπεκρού, (παραλής) παραλού· (καβγατζής) καβγατζού, (καταφερτζής) καταφερτζού, (χωρατατζής) χωρατατζού· (γλεντζές) γλεντζού. 2. (σπάν., λογοτ.) δίνει ένα δεύτερο τύπο θηλυκού σε μερικά επίθετα σε -ιάρης -ιάρα -ιάρικο, τα οποία λειτουργούν μέσα στην πρόταση και ως ουσιαστικά: (ναζιάρης - ναζιάρα) ναζού, (τσιμπλιάρης - τσιμπλιάρα) τσιμπλού· πιο συχνά σε μερικά επίθετα σε -ης -α -ικο, σύνθετα με β' συνθετικό τις λέξεις: μαλλί, μάτι, φρύδι: (ξανθομάλλης - ξανθομάλλα) ξανθομαλλού, (μαυρομάτης - μαυρομάτα) μαυροματού, (γαϊτανοφρύδης - γαϊτανοφρύδα) γαϊτανοφρυδού.
[< -ού 1]
- -ού 3 : επίθημα για το σχηματισμό του θηλυκού γένους αρσενικών μεγεθυντικών ουσιαστικών σε -άς 2· δηλώνει το θηλυκού γένους πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από ανάλογη προς το αρσενικό ιδιότητα: (δοντάς) δοντού, (χειλάς) χειλού· (λεφτάς) λεφτού.
[< -ού 1]
- -ού 4 : κατάληξη ανισοσύλλαβων θηλυκών ουσιαστικών: μαϊμού, αλεπού, φουφού, σουσού.
[μσν. -ού συνήθ. προσαρμ. δανείων κατά το -ού 1 με βάση την αιτ. -ούν: μσν. μαϊμού, αιτ. μαϊμούν < αραβ. maymūn]
- -ούδα [úδa] : (λαϊκότρ.) ατονημένο υποκοριστικό επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά: (κοπέλα) κοπελούδα. || χωρίς υποκοριστική σημασία: (άμμος) αμμούδα.
[μσν. υποκορ. επίθημα -ούδα < -ούδ(ι) 1 -α: μσν. κοπελ-ούδα]
- -ουδάκι [uδáki] : 1. υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· (πρβ. -άκι): (σταυρός) σταυρουδάκι, (χωριό) χωριουδάκι, (μπιζού) μπιζουδάκι, (ραντεβού) ραντεβουδάκι. || αντικαθιστά και ενισχύει το (ατονημένο σήμερα) υποκοριστικό επίθημα -ούδι 1: (λαιμός - λαιμούδι) λαιμουδάκι, (λεφτά - λεφτούδια) λεφτουδάκια, (μυαλό - μυαλούδι) μυαλουδάκι, (μωρό - μωρούδι) μωρουδάκι, (παλτό - παλτούδι) παλτουδάκι. 2. επίθημα με μειωτική σημασία, όταν η πρωτότυπη λέξη δηλώνει επάγγελμα ή ιδιότητα: (γιατρός) γιατρουδάκι.
[σύνθετο επίθημα -ούδ(ι) -άκι]
- -ουδέλι [uδéli] : (σπάν.) υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· (πρβ. -έλι): (μωρό) μωρουδέλι.
[σύνθετο επίθημα -ούδ(ι) -έλι]
- -ούδι 1 [úδi] : υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων κυρίως από ονόματα: (άγγελος) αγγελούδι, (βλαστάρι) βλασταρούδι, (μαθητής) μαθητούδι, (καλά) καλούδια, (τρυφερός) τρυφερούδι. || η συχνά ατονημένη υποκοριστική του σημασία μπορεί να ενισχυθεί με το επίθημα -άκι: (μυαλό - μυαλούδι) μυαλουδάκι· (βλ. -ουδάκι).
[μσν. -ούδιν < ελνστ. -ούδιον < αρχ. υποκορ. επίθημα -διον σε λ. με θ. σε -ου: αρχ. χνοῦς > χνού-διον, βοῦς > βού-διον και νέα ανάλ. -ούδιον]
- -ούδι 2 : ατονημένο επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα· δηλώνει αυτό που μένει μετά την εκτέλεση της ενέργειας που εκφράζει το ρήμα από το οποίο παράγεται: (αποδιαλέγω) αποδιαλεγούδι, (πελεκάω) πελεκούδι.
[< -ούδ(α) -ι]



