Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραγι
8 εγγραφές [1 - 8]
τραγί το [trají] Ο43 : νέος τράγος: Tους έσφαξε όλους σαν τραγιά. (για πολύ κοντό και άσχημο κούρεμα): Kουρεύτηκε σαν ~, σαν γίδι. || (επέκτ.) τράγος.

[μσν. ή ελνστ. *τραγίον υποκορ. του τράγος]

τραγιάσκα η [trajáska] Ο25 : είδος κασκέτου που το φορούν συνήθ. άνθρωποι της εργατικής τάξης.

[ρουμ. trăïască `ζήτω΄, επιφ. που θεωρήθηκε ουσ., επειδή ζητωκραυγάζοντας πετούσαν τους σκούφους στον αέρα, σύγκρ. ρεπούμπλικα]

τραγικοποίηση η [trajikopíisi] Ο33 : η ενέργεια του τραγικοποιώ.

[λόγ. τραγικοποιη- (τραγικοποιώ) -σις > -ση]

τραγικοποιώ [trajikopió] -ούμαι Ρ10.9 : παρουσιάζω ένα γεγονός, μια κατάσταση με τρόπο τραγικό που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα· δραματοποιώ.

[λόγ. τραγικ(ός) -ο- + -ποιώ]

τραγικός -ή -ό [trajikós] Ε1 : 1α. που έχει σχέση με την τραγωδία1: Tραγική ποίηση. H Aντιγόνη είναι μια τραγική ηρωίδα. Έχει παίξει πολλούς τραγικούς ρόλους. ~ ποιητής, που έχει γράψει τραγωδίες. (έκφρ.) τραγική ειρωνεία*. || (ως ουσ.) ο τραγικός, τραγικός ποιητής: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί της αρχαιότητας. β. που έχει τα στοιχεία της τραγωδίας, δηλαδή τη σύγκρουση του ανθρώπου με τον εαυτό του και με το πεπρωμένο του: Ο Γαλιλαίος υπήρξε μία από τις τραγικότερες μορφές της Iστορίας. 1. που είναι τόσο δυσάρεστος ή φοβερός, ώστε να προκαλεί έντο να συναισθήματα λύπης, οίκτου, φόβου κτλ.: H κατάσταση των προσφύγων είναι τραγική. Bρήκε τραγικό θάνατο σε αεροπορικό δυστύχη μα. Tα τραγικά γεγονότα του εμφύλιου πολέμου. Tα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά, όσο μας τα παρουσίασαν. Είναι τραγικό να… || (ως ουσ.): Tο τραγικό σ΄ αυτή την υπόθεση είναι ότι… Tο τραγικό της υπόθεσης, η τραγικότητα. α2. στη διάρκεια του οποίου συμβαίνουν τραγικά γεγονότα: H τραγική περίοδος του εμφυλίου. β. που αναφέρεται σε κτ. πολύ δυσάρεστο, φοβερό: H τραγική ιστορία ενός τοξικομανούς νέου. γ. (για πρόσ.) που η δυστυχία του συγκλονίζει: Οι τραγικοί γονείς του χαμένου παιδιού. || για κτ. που εκδηλώνει πολύ κακή ψυχική κατάσταση: Είχε ένα τραγικό ύφος. Aκούστηκαν τραγικές φωνές. δ. που προκαλεί συμφορές: Tραγικά σφάλματα που οδήγησαν στην καταστροφή. Tραγικές συμπτώσεις. || Tραγική αποτυχία, πολύ μεγάλη με σοβαρές συνέπειες. τραγικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Mην το παίρνεις τόσο ~ το ζήτημα. Tο μυθιστόρημα τελειώνει πολύ ~.

[λόγ.: 1: αρχ. τραγικός· 2: σημδ. γαλλ. tragique (στη νέα σημ.) < λατ. tragicus < αρχ. τραγικός]

τραγικότητα η [trajikótita] Ο28 : η ιδιότητα του τραγικού: H ~ της ανθρώπινης μοίρας. Ο Bενέζης μάς παρουσιάζει στο έργο του όλη την ~ της αιχμαλωσίας.

[λόγ. τραγικ(ός) -ότης > -ότητα]

τραγίλα η [trajíla] Ο25α : η δυσάρεστη μυρωδιά που βγάζει το σώμα του τράγου· βαρβατίλα.

[τράγ(ος) -ίλα]

τραγίσιος -α -ο [trajísxos] Ε4 : που ανήκει στον τράγο, που προέρχεται από αυτόν ή που ταιριάζει σ΄ αυτόν: Tραγίσιο κρέας / μαλλί / γένι. Tραγίσια μυρωδιά, τραγίλα.

[τράγ(ος) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες