Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *είο
396 εγγραφές [1 - 10]
-γειος -α -ο [jios] θηλ. (λόγ.) & -ος (βλ. σημ. 2) : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα. 1α. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο βρίσκεται σε σχέση με την επιφάνεια του εδάφους εκεί που υποδηλώνει το α' συνθετικό: ισό~. β. σε παραγωγή: υπέρ~, υπό~. || με ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου: υπόγειο. || δηλώνει απόσταση από τη γη, κυριολεκτικά και μεταφορικά: απόγειο. 2. σε σύνθεση, με τη σημασία περιοχή, γη: Mεσό~, υδρό~. || με ουσιαστικοποίηση του λόγιου θηλυκού: η Mεσό~, η υδρό~.

[λόγ. < αρχ. -γειος (θ. συγγ. του ουσ. γῆ) ως β' συνθ. (στη σημ. 1): αρχ. ἐπί-γειος]

-δικείο [δiío] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· δηλώνει δικαστήριο που είναι επιφορτισμένο να εκδικάζει τα αδικήματα ή τις υποθέσεις που υποδηλώνει το α' συνθετικό: ειρηνο~, εκλογο~, κακουργιο~, πλημμελιο~, πρωτο~, πταισματο~. || αερο~, ιερο~, ναυτο~, στρατο~.

[λόγ. -δίκ(ης) -είον ως β' συνθ.]

-είο [ío] : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει: 1. τόπο· (πρβ. -ειό). α. παραγωγή από ουσιαστικά συνήθ. επαγγελματικά: (βιβλιοπώλης) βιβλιοπωλείο, (δασάρχης) δασαρχείο, (λιμενάρχης) λιμεναρχείο, (τηλέγραφος) τηλεγραφείο. β. παραγωγή από ρήματα: (κυβερνώ) κυβερνείο. 2. (συνεκδοχικά) δηλώνει την αρχή, την υπηρεσία και τα πρόσωπα που την αποτελούν: αρχηγείο, διδασκαλείο, εφετείο, λιμεναρχείο, στρατοδικείο.

[λόγ. < αρχ. μετον. επίθημα -εῖον δηλωτικό χώρου εργασίας συνήθ. με βάση επαγγελμ. ουσ.: αρχ. κουρ-εῖον (< κουρ-εύς)]

-ειό [] (η προφορά εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) : (συχνά λαϊκότρ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει τόπο· (πρβ. -είο): λιοτριβειό, καπηλειό.

[αρχ. -εῖον (δες στο -είο) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

-ειος 1 -εια -ειο [ios] : επίθημα με λόγια προέλευση επιθέτων παράγωγων κυρίως από κύρια ονόματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο ανήκει ή αναφέρεται σ΄ αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ιος 1 -ια -ιο): (Aπόλλων) απολλώνειος, (Aισχύλος) αισχύλειος, (Λουδοβίκος) λουδοβίκειος, (Λούκουλλος) λουκούλλειος, (Kύκλωπας) κυκλώπειος. || ο πληθυντικός του ουδετέρου δηλώνει την τέλεση οργανωμένων εορταστικών εκδηλώσεων προς τιμήν του προσώπου που εκφράζει η λέξη από την οποία παράγεται· (βλ. -ια 3): (Γρηγόρης Λαμπράκης) Λαμπράκεια.

[λόγ. < αρχ. μετουσ. επίθημα -ειος παραγωγικό επιθ.: αρχ. ἐπί-γειος, τέλ-ειος `που πραγματώνει το σκοπό του, τέλειος΄, Κυκλώπ-ειος]

-ειος 2 -εια -ειο [ios] (η προφορά εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) : επίθημα επιθέτων παράγωγων από ονόματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο αναφέρεται ή ταιριάζει σ΄ αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ιος 2 -ια -ιο): (γυναίκα) γυναίκειος, (αντρικός) αντρίκειος, (πρόβατο) πρόβειος.

[αρχ. -ειος (δες στο -ειος 1) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

-κομείο [komío] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· σε σύνθεση με το λόγιο τύπο του ουσιαστικού που υπάρχει ως α' συνθετικό, όταν αυτό απαντά με λόγιο και μη λόγιο τύπο· δηλώνει χώρο με ειδικές εγκαταστάσεις ώστε να είναι κατάλληλος: 1. για την περιποίηση αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: βρεφο~, γηρο~. 2. για τη συστηματική επαγγελματική απασχόληση (εκτροφή, κατεργασία κτλ.) με αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: τυρο~· μελισσο~, ορνιθο~· (πρβ. -τροφείο).

[λόγ. < αρχ. -κομεῖον (< -κόμ(ος) -εῖον) ως β' συνθ.: αρχ. χοιρο-κο μεῖον, ελνστ. γηρο-κομεῖον]

-ποιείο [piío] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· δηλώνει το κατάστημα ή γενικότερα το χώρο στον οποίο κατασκευάζεται αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό· (πρβ. -άδικο 2): επιπλο~, κορνιζο~, οπλο~. || σε σύνθεση αποκλειστικά με λόγιο α' συνθετικό στις περιπτώσεις που υπάρχει αντίστοιχο μη λόγιο: αρτο~, εφαπλωματο~, υποδηματο~· (πρβ. ψωμάδικο, παπλωματάδικο, παπουτσάδικο).

[λόγ. < αρχ. -ποιεῖον (< ρ. ποιῶ) ως β' συνθ.: αρχ. ἡνιο-ποιεῖον `μαγαζί για σέλες΄, ελνστ. σιτο-ποιεῖον `χώρος για άλεσμα σταριού΄]

-πωλείο [polío] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· δηλώνει το κατάστημα στο οποίο πωλείται αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αρωματο~, βιβλιο~, καπνο~, κηρο~, κοσμηματο~, χαρτο~. || σχηματίζει το λόγιο τύπο τοπικών ουσιαστικών, όταν υπάρχει ανάλογος προφορικός: ανθο~, ιχθυο~, κρεο~, οπωρο~, παντο~· (πρβ. λουλουδάδικο, ψαράδικο, χασάπικο, μανάβικο, μπακάλικο).

[λόγ. < αρχ. -πωλεῖον, -πώλιον (< -πώλης) ως β' συνθ.: αρχ. παντο-πώλιον, παντο-πωλεῖον]

-τροφείο [trofío] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· σε σύνθεση με το λόγιο τύπο του ουσιαστικού που υπάρχει ως α' συνθετικό, όταν αυτό απαντά με λόγιο και μη λόγιο τύπο· δηλώνει επαγγελματικό χώρο κατάλληλο: 1. για την περιποίηση αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: ορφανο~. || οικο~. 2. για τη συστηματική εκτροφή αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: αγελαδο~, θηριο~, ορνιθο~, πτηνο~, χοιρο~. (πρβ. -κομείο).

[λόγ. < ελνστ. -τροφεῖον (< αρχ. -τρόφ(ος) -εῖον) ως β' συνθ.: ελνστ. ὀρφανο-τροφεῖον, θηριο-τροφεῖον]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...40   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες