Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *βουνι
5 εγγραφές [1 - 5]
ακροβούνι το [akrovúni] Ο44 : (λογοτ.) η κορυφή του βουνού· κορφοβούνι, βουνοκορφή: Στ΄ ακροβούνια πέφτει χιόνι.

[ακρο- 1 + βουν(ό) -ι]

ελατοβούνι το [elatovúni] Ο44 : (λαϊκότρ.) βουνό κατάφυτο από έλατα.

[έλατ(ο) -ο- + βουν(ό) -ι]

κορφοβούνι το [korfovúni] Ο44 : (λαϊκότρ., λογοτ.) η βουνοκορφή.

[κορ φ(ή) -ο- + βουν(ό) -ι]

ξεροβούνι το [kserovúni] Ο44 : βουνό χωρίς δέντρα ή άλλη βλάστηση.

[ξερο- + βουν(ό) -ι]

ριζοβούνι το [rizovúni] Ο44 : (λαϊκότρ.) οι πρόποδες, οι ρίζες του βουνού.

[ριζ(ά) -ο- + βουν(ό) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες