Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαγκονλί το [vagónlí] Ο (άκλ.) : ειδικό όχημα αμαξοστοιχίας με κρεβάτια για τη διανυκτέρευση των επιβατών· κλινάμαξα: Θα ταξιδέψω με ~.
[λόγ. < γαλλ. wagon-lît]
- καπετανλίκι το [kapetanlíki] Ο44α : (λαϊκότρ.) καπετανάτο.
[καπετάν(ος δες στο καπετάν) -λίκι (πρβ. μσν. καπετανίκι < καπετάν(ος) -ίκι)]
- καραμανλίδικος -η -ο [karamanlíδikos] Ε5 : που αναφέρεται στους τουρκόφωνους Έλληνες της Kαραμανίας και γενικότερα της M. Aσίας: Kαραμανλίδικη γραφή, με την οποία μετέγραφαν την τουρκική γλώσσα οι τουρκόφωνοι Έλληνες.
[Καραμανλ(ής) -ίδικος < τουρκ. Karamanlī `χριστιανός ορθόδοξος που μιλάει τούρκικα΄ < Karaman `Καραμανία΄ παλ. όν. κεντρικής περιοχής της Μικράς Aσίας]
- μάνλιχερ το [mánlixer] Ο (άκλ.) : είδος παλαιού επαναληπτικού όπλου.
[λόγ. < γερμ. ανθρωπων. Mannlicher (όν. Aυστριακού κατασκευαστή)]
- φιλανδικός -ή -ό [filanδikós] & φινλανδικός -ή -ό [finlanδikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Φινλανδία ή στους Φινλανδούς ή προέρχε ται από αυτή ή από αυτούς: Φιλανδική κυβέρνηση / γλώσσα. Φιλανδικά προϊόντα. || (ως ουσ.) η φιλανδική, τα φιλανδικά, η φιλανδική γλώσσα.
φιλανδικά & φινλανδικά ΕΠIΡΡ σε φιλανδική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [φινλ-: λόγ. Φινλανδ(ία) -ικός < γερμ. Finnland -ία (ορθογρ. δαν.)· φιλ-: αποβ. του ριν. πριν από το [l] για διευκόλυνση της άρθρ.]
- φιλανδοποίηση η [filanδopíisi] & φινλανδοποίηση η [finlanδopíisi] Ο33 : διαδικασία με την οποία μια χώρα οδηγείται σε στρατιωτική και πολιτική ουδετερότητα.
[φινλ-: λόγ. Φινλανδ(ία) -ο- + -ποίηση απόδ. αγγλ. finlandization· φιλ-: αποβ. του ριν. κατά το φιλανδικός]