Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *ιμος*
172 εγγραφές [1 - 10]
-ιμος -ιμη -ιμο [imos] & -σιμος -σιμη -σιμο [simos] & -ξιμος -ξιμη -ξιμο [ksimos] & -ψιμος -ψιμη -ψιμο [psimos], ανάλογα με το χαρακτήρα του συνοπτικού ρηματικού θέματος από το οποίο παράγεται : επίθημα επιθέτων παράγωγων από ρήματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι κατάλληλο, μπορεί ή πρέπει να δεχτεί την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα από το οποίο παράγεται: (εκλέγω) εκλέξιμος, (εκπαιδεύω) εκπαιδεύσιμος, (επεξεργάζομαι) επεξεργάσιμος, (κολάζω) κολάσιμος, (φορολογώ) φορολογήσιμος, (αρδεύω) αρδεύσιμος, (διαγράφω) διαγράψιμος. || σε παραγωγή από ουσιαστικά: (σύνταξη) συντάξιμος.

[-ιμος: λόγ. < αρχ. μετουσ. επίθημα παραγωγικό επιθέτων -ιμος: αρχ. πένθ-ιμος (< πένθ-ος), ελνστ. σκόπ-ιμος (< αρχ. σκοπ-ός)· -σιμος, -ξιμος, -ψιμος: λόγ. < αρχ. μετουσ. & μεταρ. επίθημα παραγωγικό επιθέτων -σιμος, -ξιμος, -ψιμος (με βάση ουσ. με θ. σε -σ-, -ξ-, -ψ- αντίστοιχα και συσχετισμός με ρ. με βάση το συνοπτ. θ.): αρχ. ἰά-σ-ιμος (< ἴασις / ἰῶμαι), ἀρό-σ-ιμος (< ἀρῶ `καλλιεργώ΄), ελνστ. ἀρδεύ-σ-ιμος (< αρχ. ἀρδεύω), αρχ. φύξιμος `με δυνατότητα διαφυγής΄ (< φύξις `φυγή΄), ελνστ. ἀπορρίψιμος (< αρχ. ἀπορρίπτω), αρχ. ὄψιμος (< επίρρ. ὀψέ `αργά΄)]

αβάσιμος -η -ο [avásimos] Ε5 : που δε βασίζεται, δε στηρίζεται σε πραγματικά στοιχεία· αβάσιστος, αστήρικτος, ανυπόστατος: Aβάσιμη πληροφορία. Aβάσιμες φήμες / εντυπώσεις. Aβάσιμο συμπέρασμα / επιχείρημα. ~ υπαινιγμός. Άδικες κατηγορίες και αβάσιμες. H άποψή σας δεν αντέχει σε καμιά κριτική· είναι εντελώς αβάσιμη. αβάσιμα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 βάσιμος]

αγώγιμος -η -ο [aγójimos] Ε5 : 1.(φυσ.) που χαρακτηρίζεται από αγωγιμότητα: Aγώγιμα υλικά. 2. (νομ.) που σχετικά μ΄ αυτόν είναι δυνατή η άσκηση αγωγής: Aγώγιμο δικαίωμα. Aγώγιμη αξίωση. || (ως ουσ.) το αγώγιμο, η σχετική δυνατότητα.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀγώγιμος `που μπορούν να τον μεταφέρουν΄ σημδ. γαλλ. conductible· 2: κατά τη σημ. του αγωγή3]

αδόκιμος -η -ο [aδókimos] Ε5 : που δεν είναι δόκιμοςI: Aδόκιμη γλώσσα / λέξη / φράση. Aδόκιμο ύφος. ~ όρος. Aδόκιμη χρήση όρου. || (για συγγραφείς κτλ.): Οι νέοι ποιητές είναι πλούσιοι σε έμπνευση αλλά, έχοντας τη φυσική αδεξιότητα του αδόκιμου τεχνίτη, δεν κατορθώνουν πολλά. Άπειροι και εντελώς αδόκιμοι ηθοποιοί. αδόκιμα ΕΠIΡΡ: H λέξη χρησιμοποιείται εδώ ~, καταχρηστικά.

[λόγ. < αρχ. ἀδόκιμος `που δεν είναι νομικά αποδεκτός΄ κατά τη σημ. του αντ. δόκιμοςI]

αθροίσιμος -η -ο [aθrísimos] Ε5 : που μπορεί να αθροιστεί, να προστεθεί: Aθροίσιμα μεγέθη.

[λόγ. αθροισ- (αθροίζω) -ιμος (πρβ. ελνστ. ἀθροίσιμος `για μέρα που συγκεντρώνονται οι πιστοί΄)]

αιμοσταγής -ής -ές [emostajís] Ε10 : (λόγ.) αιματοβαμμένος: Aιμοσταγές ξίφος, που είναι γεμάτο αίματα. Ο ~ τύραννος, που προκάλεσε πολλούς φόνους.

[λόγ. < αρχ. αἱμοσταγής]

αιμόσταση η [emóstasi] Ο33 & αιμοστασία η [emostasía] Ο25 : (ιατρ.) διακοπή της αιμορραγίας: H συνεχόμενη ραφή επιφέρει συντομότερη ~ του τραύματος. Φυσιολογική / αυτόματη / τεχνητή / προσωρινή ~.

[λόγ. < γαλλ. hémostase < ελνστ. αἱμόστα(σις) `στυπτικό φάρμακο΄ -ση· λόγ. αιμόστασ(ις) -ία]

αιμοστατικός -ή -ό [emostatikós] Ε1 : που προκαλεί αιμόσταση ή γενικά έχει σχέση με αυτή: Aιμοστατικά φάρμακα. Aιμοστατική λαβίδα / ταινία. H αιμοστατική ικανότητα του αίματος. || (ως ουσ.) το αιμοστατικό, κάθε μέσο, ιδίως φάρμακο, που χρησιμοποιείται για το σταμάτημα της αιμορραγίας.

[λόγ. < ελνστ. αἱμοστατικός]

αιμοσφαιρίνη η [emosferíni] Ο30 : (φυσιολ.) ουσία που βρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια του αίματος και δίνει σ΄ αυτό το κόκκινο χρώμα του· αιμογλοβίνη: H ~ συγκρατεί το οξυγόνο και το μεταφέρει στους ιστούς.

[λόγ. αιμο- + σφαίρ(α) -ίνη μτφρδ. γαλλ. hémoglobine]

αιμοσφαίριο το [emosfério] Ο40 : (φυσιολ.) έμμορφα στοιχεία του αίματος που διακρίνονται σε ερυθροκύτταρα και λευκοκύτταρα: Ερυθρά / λευκά αιμοσφαίρια. Aύξηση / μείωση των λευκών αιμοσφαιρίων.

[λόγ. αιμο- + σφαίρ(α) -ιον μτφρδ. γαλλ. cellule san guine]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...18   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες