Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *γουι*
3 εγγραφές [1 - 3]
γουικέντ το [γuikénd] Ο (άκλ.) : το Σαββατοκύριακο, συνήθ. ως χρονικό διάστημα κατά το οποίο μπορεί κάποιος να ταξιδέψει, να πάει εκδρομή κτλ.: Πού θα πάτε για ~;

[λόγ. < γαλλ. week-end < αγγλ. weekend]

γουίντ σερφ το [γuínt sérf] & σερφ το [sérf] Ο (άκλ.) : ιστιοσανίδα.

[λόγ. < γαλλ. Windsurf < αγγλ. Windsurfer σήμα κατατ.· αποβ. του α' συνθ.]

γουίντ σέρφιγκ το [γuínt sérfiŋg] & σέρφιγκ το [sérfiŋg] Ο (άκλ.) : σπορ ή άθλημα που γίνεται με ιστιοσανίδα.

[λόγ. < αγγλ. windsurfing· αποβ. του α' συνθ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες