Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
38 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβαντάζ το [avantáz] Ο (άκλ.) : πλεονέκτημα: Tο διαμέρισμα έχει πολλά ~. Δέξου την πρότασή του, έχει πολλά ~.
[λόγ. < γαλλ. avantage]
- αμπαλάζ το [ambaláz] Ο (άκλ.) : το αμπαλάρισμα. || το περιτύλιγμα, συνήθ. για κτ. το οποίο προσφέρεται ως δώρο: Xαρτί για ~. ~ δώρου. Xριστουγεννιάτικο ~. Ωραίο ~.
[λόγ. < γαλλ. emballage]
- αμπραγιάζ το [ambrajáz] Ο (άκλ.) : αποσυμπλέκτης αυτοκινήτου, ο οποίος διακόπτει τη σύνδεση της μηχανής με τις ρόδες· ντεμπραγιάζ.
[λόγ. < γαλλ. embra yage]
- βολτάζ το [voltáz] Ο (άκλ.) : (ηλεκτρολ.) ο αριθμός των βολτ ενός ηλεκτρικού κυκλώματος· τάση: Yψηλό / χαμηλό ~.
[λόγ. < γαλλ. voltage (δες στο βολτ)]
- γκαράζ το [garáz] Ο (άκλ.) : 1. κλειστός και στεγασμένος χώρος για τη στάθμευση των αυτοκινήτων: Έξοδος ~. Στις καινούριες πολυκατοικίες είναι υποχρεωτική η κατασκευή υπόγειων ~. Yπαίθριο ~. 2. συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων: Πήγα το αυτοκίνητο στο ~ για σέρβις.
[λόγ. < γαλλ. garage]
- καμουφλάζ το [kamufláz] Ο (άκλ.) : 1. εξωτερική μεταμόρφωση, παραλλαγή αντικειμένου ή προσώπου, έτσι ώστε να προσαρμοστεί από την άποψη του σχήματος ή του χρώματος στο περιβάλλον του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί κάποιος, κυρίως ο εχθρός σε περίοδο πολέμου, να το διακρίνει ή να το αναγνωρίσει. || (επέκτ.) απόκρυψη της πραγματικής κατάστασης με διάφορα τεχνάσματα. 2. τα υλικά, οι τρόποι που χρησιμοποιούνται για το καμουφλάζ.
[λόγ. < γαλλ. camouflage]
- κολάζ το [koláz] Ο (άκλ.) : καλλιτεχνική σύνθεση που έχει γίνει με την τεχνική της επικόλλησης ετερόκλητων υλικών επάνω σε μία επιφάνεια, μερικές φορές σε συνδυασμό με μέρη ζωγραφισμένα ή σχεδιασμένα.
[λόγ. < γαλλ. collage]
- κορσάζ το [korsáz] Ο (άκλ.) : το τμήμα του γυναικείου ρούχου που καλύπτει το επάνω μέρος του σώματος από τους ώμους ως τη μέση· το μπούστο.
[λόγ. < γαλλ. corsage]
- μακιγιάζ το [makijáz] Ο (άκλ.) : α. τεχνική καλλωπισμού του προσώπου με τη βοήθεια καλλυντικών· μακιγιάρισμα: Ρουζ, κραγιόν, πούδρα και άλλα καλλυντικά που είναι απαραίτητα στο ~. Xάλασε / έφυγε το ~. ~ προσώπου. Επαγγελματικό ~. β. μακιγιάρισμα που προσδίδει σε έναν ηθοποιό τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ρόλου που υποδύεται.
[λόγ. < γαλλ. maquillage]
- μασάζ το [masáz] Ο (άκλ.) : συστηματική μάλαξη του ανθρώπινου σώματος ή ορισμένων τμημάτων του με στόχους θεραπευτικούς ή αισθητικούς: ~ με τα χέρια / με ειδικό μηχάνημα. Kάνω ~. Kάνω ~ σε ειδικό μασέρ. Tου έκανε ~ και ανακουφίστηκε.
[λόγ. < γαλλ. massage]