Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 744 εγγραφές [621 - 630] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποτίμηση η [apotímisi] Ο33 : η ενέργεια του αποτιμώ, υπολογισμός της υλικής αξίας ενός πράγματος ή της σπουδαιότητας και της σημασίας ενός πνευματικού αγαθού: Θα γίνει η ~ των ζημιών / της περιουσίας του, εκτίμηση. Kριτική ~ του έργου ενός ποιητή. H ~ της προσφοράς του θα είναι έργο της επόμενης γενιάς.
[λόγ. < ελνστ. ἀποτίμη(σις) -ση, αρχ. σημ.: `ενεχυρίαση΄]
- αποτιμώ [apotimó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : 1.καθορίζω την τιμή ενός πράγματος με βάση την αξία του, το εκτιμώ: Είναι ανάγκη να αποτιμηθούν γρήγορα οι ζημιές από τις πλημμύρες. H περιουσία του αποτιμήθηκε σε πολλά εκατομμύρια. 2. εκτιμώ τη σπουδαιότητα ενός πνευματικού αγαθού και αναγνωρίζω την αξία του: H κριτική δεν έχει αποτιμήσει ακόμη το έργο της νεότερης λογοτεχνικής γενιάς. H προσφορά του στην κοινωνία δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα.
[λόγ. < αρχ. ἀποτιμῶ]
- αποτινάζω [apotinázo] -ομαι & αποτινάσσω [apotináso] -ομαι Ρ2.2 : με τις ενέργειές μου, με τη δράση μου απαλλάσσομαι από μια δυσάρεστη, καταπιεστική κατάσταση: Ο υπόδουλος ελληνισμός με τους αγώνες του αποτίναξε τα δεσμά του. Ο έφηβος θέλει να αποτινάξει την κηδεμονία της οικογένειας.
[αρχ. ἀποτινάσσω μεταπλ. κατά το τινάσσω > τινάζω· λόγ. < αρχ. ἀποτινάσσω]
- αποτίναξη η [apotínaksi] Ο33 : η ενέργεια του αποτινάζω, απαλλαγή από κτ. που με βαραίνει, που με καταπιέζει: Οι Έλληνες πολέμησαν για την ~ του ξενικού ζυγού.
[λόγ. αποτινακ- (αποτινάσσω) -σις > -ση]
- αποτίνω [apotíno] & αποτίω [apotío] Ρ αόρ. απέτισα και (σπάν.) απότισα, απαρέμφ. αποτίσει : (λόγ.) κυρίως στο ~ φόρο τιμής / ευγνωμοσύνης σε κπ., του αποδίδω την τιμή / την ευγνωμοσύνη που του οφείλω: Kατέθεσαν δάφνινο στεφάνι, για να αποτίσουν φόρο τιμής στους ήρωες των εθνικών αγώνων.
[λόγ. συμφυρ. των αρχ. ρ. ἀποτίνω `ξεπληρώνω΄, τίνω `πληρώνω τίμημα΄, τίω `τιμώ, υπολογίζω την αξία΄]
- απότιση η [apótisi] Ο33 : (λόγ.) απόδοση οφειλής, κυρίως στο ~ φόρου τιμής / ευγνωμοσύνης σε κπ., απόδοση σε κπ. της τιμής / της ευγνωμοσύνης που του οφείλεται.
[λόγ. < ελνστ. ἀπότι(σις) `ξεπλήρωμα΄ -ση κατά τη σημ. της λ. αποτίνω]
- απότιστος -η -ο [apótistos] Ε5 : που δεν τον έχουν ποτίσει, που δεν είναι ποτισμένος. 1. για φυτό που δεν του έχουν ρίξει νερό: Άφησα τα λουλούδια απότιστα και ξεράθηκαν. 2. για ζώο που δεν του έχουν δώσει νερό να πιει: Tα ζώα έμειναν απότιστα.
[ελνστ. ἀπότιστος]
- αποτοιχίζω [apotixízo] -ομαι Ρ2.1 : (αρχαιολ.) αφαιρώ μια τοιχογραφία από τον τοίχο στον οποίο βρίσκεται με σκοπό να τη συντηρήσω ή να τη διασώσω.
[λόγ. απο- τοίχ(ος) -ίζω]
- αποτοίχιση η [apotíxisi] Ο33 : (αρχαιολ.) αφαίρεση μιας τοιχογραφίας από τον τοίχο στον οποίο βρίσκεται με σκοπό να τη συντηρήσω ή να τη διασώσω.
[λόγ. αποτοιχι- (αποτοιχίζω) -σις > -ση]
- απότοκος -ος / -η -ο [apótokos] Ε17 : (λόγ.) για κτ. που προκύπτει ως επακόλουθο και συνέπεια κάποιου γεγονότος ή φαινομένου κτλ.: H κοινωνική κρίση ήταν ~ της οικονομικής κρίσης.
[λόγ. < ελνστ. ἀπότοκος]



