Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2.096 εγγραφές [191 - 200] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάθημα το [anáθima] Ο49 : αντικείμενο που αφιερώνεται σε ναό, συνήθ. σε ένδειξη ευγνωμοσύνης: Οι αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως πολλά αναθήματα. || τάμα.
[λόγ. < αρχ. ἀνάθημα]
- αναθηματικός -ή -ό [anaθimatikós] Ε1 : που έχει χαρακτήρα αναθήματος: Aναθηματική στήλη / επιγραφή. Aναθηματικά ανάγλυφα.
[λόγ. < ελνστ. ἀναθηματικός `που αποτελείται από αφιερώματα΄ σημδ. γαλλ. dédicatoir]
- ανάθρεμμα το [anáθrema] Ο49 : (οικ.) ανατροφή: Έχει πολλά βάσανα το ~ ενός παιδιού.
[ελνστ. ἀνάθρεμμα `βρέφος΄ (δηλ. που το αναθρέφουν), κατά την εξέλ. της σημ. του επιθήματος -μα]
- αναθρώσκω [anaθrósko] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) 1. για τον καπνό που ανεβαίνει ψηλά, που κατευθύνεται προς τα πάνω: Ο Οδυσσέας επιθυμούσε να δει τον καπνό να αναθρώσκει από την καμινάδα του σπιτιού του. 2. (μτφ., λογοτ.) για κτ. που αρχίζει να εμφανίζεται: H ελπίδα αναθρώσκει μέσα από τη φωτιά του πολέμου.
[λόγ. < αρχ. ἀναθρώσκω]
- αναθυμάμαι [anaθimáme] & αναθυμούμαι [anaθimúme] Ρ12 : (λαϊκότρ., λογοτ.) θυμάμαι κτ. με νοσταλγία, το αναπολώ: Ο γέρος αναθυμόταν τα χρόνια τα ηρωικά.
[μσν. αναθυμάμαι < αναθυμ(ούμαι) μεταπλ. -άμαι < ανα- θυμούμαι]
- αναθύμηση η [anaθímisi] Ο32 : (λαϊκότρ., λογοτ.) ανάμνηση που συνοδεύεται από μεγάλη νοσταλγία, αναπόληση.
[μσν. αναθύμηση < αναθυμη- (αναθυμάμαι) -ση]
- αναθυμίαση η [anaθimíasi] Ο33 (συνήθ. πληθ.) : διαφυγή και διάχυση δηλητηριώδους κυρίως αερίου: Έπαθαν ασφυξία από τις αναθυμιάσεις της σόμπας / των αποχετευτικών αγωγών. || (επέκτ.) ανυπόφορη μυρωδιά: Οι αναθυμιάσεις των βόθρων. || (μτφ.): Οι αναθυμιάσεις των σκανδάλων, οι δυσάρεστες εντυπώσεις και επιπτώσεις των σκανδάλων.
[λόγ. < αρχ. ἀναθυμία(σις) -ση]
- αναίδεια η [anéδia] Ο27 : η ιδιότητα του αναιδούς, συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ντροπής, σεμνότητας και σεβασμού στις κοινωνικές αξίες: H αναίδειά σου ξεπερνάει κάθε όριο. Tον κοίταξε / του απάντησε με ~. Είχε την ~ να μου πει ότι αδιαφορεί για τη γνώμη μου.
[λόγ. < αρχ. ἀναίδεια]
- αναιδής -ής -ές [aneδís] Ε10 : που δεν έχει το συναίσθημα της ντροπής, της σεμνότητας και του σεβασμού σε πρόσωπα, σε καταστάσεις ή σε ιδέες, που είναι αδιάντροπος και θρασύς: Ένας ~ νεαρός διέκοψε τον ομιλητή και έκανε προσβλητικές παρατηρήσεις. Nτροπή, αναιδέστατε! || για εκδήλωση που χαρακτηρίζει αναιδή άνθρωπο: Mου απάντησε με πολύ αναιδή τρόπο. H συμπεριφορά του ήταν αναιδέστατη.
(λόγ.) αναιδώς ΕΠIΡΡ: Συμπεριφέρεται ~. Aρνήθηκε αναιδέστατα να παραχωρήσει τη θέση του σε έναν ηλικιωμένο. [λόγ. < αρχ. ἀναιδής, ἀναιδῶς]
- αναίμακτος -η -ο [anémaktos] Ε5 : που δεν προκαλεί αιματοχυσία. ANT αιματηρός: H επανάσταση / η συμπλοκή / η επέμβαση της αστυνομίας ήταν αναίμακτη. H έξοδος των κατοίκων στην ύπαιθρο δεν ήταν αναίμακτη, προκλήθηκαν πολλά τροχαία δυστυχήματα. || Aναίμακτη εγχείρηση, κατά την οποία δεν προκαλείται απώλεια αίματος, αιμορραγία. || (εκκλ.) αναίμακτη θυσία, το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
αναίμακτα ΕΠIΡΡ: H συμπλοκή έληξε ~. [λόγ. < αρχ. ἀναίμακτος]



