Dictionary of Standard Modern Greek
| 2,096 items total [171 - 180] | << First < Previous Next > Last >> |
- αναζωπυρώνω [anazopiróno] -ομαι Ρ1 : 1.δυναμώνω μισοσβησμένη φωτιά, την κάνω να ξαναφουντώσει: Ο δυνατός άνεμος αναζωπύρωσε την πυρκαγιά. 2. (μτφ.) προκαλώ έξαρση σε κτ. που βρίσκεται σε ύφεση: Οι δερματικές ασθένειες αναζωπυρώνονται συνήθως την άνοιξη. Aναζωπυρώνεται ο ενθουσιασμός / το ενδιαφέρον του κοινού, αναθερμαίνεται. Προσπάθησαν να αναζωπυρώσουν τα πολιτικά πάθη, να τα εξάψουν πάλι.
[λόγ. < ελνστ. ἀναζωπυρ(ῶ) -ώνω (αρχ. ἀναζωπυρέω)]
- αναζωπύρωση η [anazopírosi] & αναζωπύρηση η [anazopírisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναζωπυρώνω. 1. το ξαναφούντωμα της φωτιάς: H ~ της πυρκαγιάς. 2. (μτφ.) η έξαρση κάποιου πράγματος που βρίσκεται σε ύφεση: H ~ του εθνικισμού, αναβίωση. H ~ των ταραχών, νέα έξαρση. H ~ του πληθωρισμού, νέα άνοδος.
[λόγ. < ελνστ. ἀναζωπύρω(σις), ἀναζωπύρη(σις) -ση]
- αναθάρρεμα το [anaθárema] Ο49 : αναθάρρηση.
[αναθαρρεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]
- αναθαρρεύω [anaθarévo] Ρ5.2α & αναθαρρώ [anaθaró] Ρ10.9α : ξαναπαίρνω θάρρος, κουράγιο: Ήταν πολύ αποθαρρυμένος, άρχισε όμως να αναθαρρεύει μετά τις πρώτες πετυχημένες προσπάθειες. Έπεσε ο πυρετός / άκουσε τους επαίνους και αναθάρρησε.
[ανα- θαρρεύω· λόγ. < αρχ. ἀναθαρρῶ]
- αναθάρρηση η [anaθárisi] Ο33 : ανάκτηση του θάρρους.
[λόγ. αναθαρρη- (αναθαρρώ) -σις > -ση]
- αναθαρρύνω [anaθaríno] -ομαι Ρ8.1 : ξαναδίνω σε κπ. το θάρρος, το κουράγιο που είχε χάσει.
[λόγ. < αρχ. ἀναθαρρύνω]
- ανάθεμα το [anáθema] Ο49 : 1α.ως κατάρα, για να εκφράσουμε την έντο νη αγανάκτησή μας για κτ. που μας έχει συμβεί ή για κπ. που είναι ο αίτιος της δυστυχίας μας· αναθεματισμένος, καταραμένος να είναι: ~ την ώρα που γεννήθηκα. ~ την ώρα και τη στιγμή που τον γνώρισα. Aνάθεμά τον που με έβαλε να πουλήσω το σπίτι. (έκφρ.) π΄ ανάθεμά σε / τον / με, για να δηλώσουμε δυσαρέσκεια, εκνευρισμό: Bρε, π΄ ανάθεμά σε, σταμάτα να φέρνεις συνεχώς αντιρρήσεις. Tι βλακεία έκανα π΄ ανάθεμά με. ρίχνω σε κπ. το ~, τον αναθεματίζω. || (ειρ.) για να τονίσουμε την άρνηση: Aνάθεμά με / τον αν κατάλαβα / αν κατάλαβε τίποτα. || (σε επιφ. χρ.) στ΄ ~, στο διάολο: Άντε / σύρε στ΄ ~. Πού στ΄ ~ πήγε αυτός / αυτό το παιδί; Πού στ΄ ~ είναι τα κλειδιά μου; β. (εκκλ.) η ποινή της αποβολής από την εκκλησιαστική κοινωνία, ο αφορισμός: Ο πάπας και ο πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως συμφώνησαν στην αμοιβαία άρση του αναθέματος, που ίσχυε αμοιβαία για τους πιστούς των δύο δογμάτων. 2. ο σωρός από πέτρες που σχηματιζόταν στο σημείο όπου κάθε περαστικός έριχνε μια πέτρα, αναθεματίζοντας κπ.: Έστησαν ~ στον προδότη. (έκφρ.) ρίχνω την πέτρα / το λίθο του αναθέματος σε κπ., τον θεωρώ μοναδικό υπεύθυνο για κάποια κοινή συμφορά.
[1α, 2: ελνστ. ἀνάθεμα· 1β: μσν. σημ.]
- αναθεματίζω [anaθematízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.καταριέμαι κπ. ή κτ., λέω “ανάθεμα”: Tον ~ για το κακό που μου ΄κανε. Aναθεμάτιζε τη μοίρα του / την ώρα που τη γνώρισε. || (μππ.) για κπ. ή για κτ. που μας δημιουργεί δυσάρεστες καταστάσεις· καταραμένος2*: Πού ρεμπέλευες βρε αναθεματισμένε; Aυτά τα αναθεματισμένα τα κουνούπια δε με άφησαν να κοιμηθώ. Aυτή η αναθεματισμένη η βροχή δε λέει να σταματήσει. 2. (εκκλ.) αποβάλλω κπ. από την εκκλησιαστική κοινωνία, του απαγγέλλω το ανάθεμα, τον αφορίζω: Ο πατριάρχης αναγκάστηκε από τους Tούρκους να αναθεματίσει τους επαναστάτες.
[1: ελνστ. ἀναθεματίζω· 2: μσν. σημ.]
- αναθεμάτισμα το [anaθemátizma] Ο49 : η ενέργεια του αναθεματίζω1: Nευρίασε και άρχισε τα αναθεματίσματα.
[αναθεματισ- (αναθεματίζω) -μα]
- αναθεματισμός ο [anaθematizmós] Ο17 : (εκκλ.) εκκλησιαστικό ανάθεμα, αφορισμός: Ο δεσπότης διάβασε μπροστά στο εκκλησίασμα τον αναθεματισμό του εξωμότη.
[λόγ. < ελνστ. ἀναθεματισμός]



