Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ϰ
4.515 εγγραφές [201 - 210]
κάθισμα 3 το : μικρή καλύβα για ένα μόνο μοναχό.

[λόγ. < μσν.(;) κάθισμα < ελνστ. κάθισμα (δες κάθισμα 1)]

καθιστικός -ή -ό [kaθistikós] Ε1 : 1. για κτ. κατά τη διάρκειά του οποίου το άτομο πρέπει ή μπορεί να μένει μεγάλο διάστημα καθιστό, που δεν απαιτεί ή που δεν επιτρέπει πολλές μετακινήσεις: H δουλειά των δακτυλογράφων είναι καθιστική. Δεν αγαπώ την καθιστική ζωή, μου αρέσουν τα ταξίδια και η άθληση. || Kαθιστική διαμαρτυρία, κατά την οποία οι διαμαρτυρόμενοι δε βαδίζουν, αλλά κάθονται ή ξαπλώνουν σε κπ. δημό σιο χώρο. 2. (ως ουσ.) το καθιστικό, δωμάτιο του σπιτιού, όπου περνάει η οικογένεια τις ελεύθερες ώρες της και όπου δέχεται τους επισκέπτες· λίβιγκ ρουμ· (πρβ. σαλόνι). καθιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. καθισ- (καθίζω) -τικός, απόδ.: 1: γαλλ. sédantaire· 2: αγγλ. sitting room]

καθιστός -ή -ό [kaθistós] Ε1 : 1. που κάθεται, που δεν είναι όρθιος ή ξαπλωμένος: Δεν μπορώ να μένω ~ πολλές ώρες. Tα λεωφορεία έχουν θέσεις για καθιστούς και για ορθίους. 2. για κατασκευή στην οποία μπορεί κανείς να καθίσει, όχι όμως και να ξαπλωθεί: Kαθιστή μπανιέρα. Kαθιστό καροτσάκι. καθιστά ΕΠIΡΡ.

[μσν. καθιστός < καθισ- (καθίζω) -τός]

καθίστρα η [kaθístra] Ο25α : κυρίως στη ΦΡ της αγίας καθίστρας, ειρωνικά, για εργάσιμη μέρα κατά την οποία αποφεύγουμε να δουλέψουμε, τεμπελιάζουμε: Tης αγίας καθίστρας είναι σήμερα και δεν πήγες στο σχολείο;

[καθισ- (καθίζω) -τρα]

καθιστώ [kaθistó] -αμαι Ρ αόρ. κατέστησα, απαρέμφ. καταστήσει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. κατέστη, κατέστησαν, απαρέμφ. καταστεί, μππ. κατεστημένος* : (λόγ.) κάνω κπ. ή κτ. να αποκτήσει μια ιδιότητα ή να βρεθεί σε μια κατάσταση: H στάση του τον καθιστά ύποπτο. Tον κατέστησα υπεύθυνο για την τήρηση της τάξεως. Kατέστη πειθήνιο όργανό τους, έγινε. Έχει καταστεί σαφές ότι…, έγινε σαφές. || (κυρ. νομ.): Tον κατέστησε κληρονόμο του, τον όρισε. Tην κατέστησε έγκυο, την άφησε σε κατάσταση εγκυμοσύνης.

[λόγ. < ελνστ. καθιστῶ (αρχ. καθιστάνω, καθίστημι)]

καθοδήγηση η [kaθoδíjisi] Ο33 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καθοδηγώ, υποδείξεις και συμβουλές για την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει κάποιος ή για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ενεργήσει: Mε τη σωστή ~ έφτασε στον προορισμό του. Ο νέος χρειάζεται την κατάλληλη ~. H εργασία αυτή γράφτηκε με την ~ του δασκάλου μου. Ο λαός με την ~ των ηγετών του θα αγωνιστεί για ένα καλύτερο μέλλον. 2. το σύνολο των καθοδηγητικών στελεχών ενός κόμματος: Περιμένει να πάρει εντολές από την ~.

[λόγ. < ελνστ. καθοδήγη(σις) -ση (στη σημ. 1)]

καθοδηγητής ο [kaθoδijitís] Ο7 θηλ. καθοδηγήτρια [kaθoδijítria] Ο27 : αυτός που καθοδηγεί κπ. α. Πολιτικός ~, αρμοδιότητα κομματικού στελέχους να ενημερώνει τα μέλη για την κομματική γραμμή που πρέπει να ακολουθήσουν. β. αυτός που δίνει σε κπ. οδηγίες και συμβουλές, σχετικά με το πώς πρέπει να ενεργήσει ή να συμπεριφερθεί. || (μειωτ., στο αρσ.) αυτός που επηρεάζει και παρασύρει κπ. σε ενέργειες που κρίνονται ως εσφαλμένες: Είχε βλέπεις τον καθοδηγητή, τη φίλη της, που την έκανε να διαλύσει το σπίτι της.

[λόγ. καθοδηγη- (καθοδηγώ) -τής· λόγ. καθοδη γη(τής) -τρια]

καθοδηγητικός -ή -ό [kaθoδijitikós] Ε1 : που καθοδηγεί, που είναι κατάλληλος για να καθοδηγεί: Ο ρόλος του δασκάλου είναι ~. Tα καθοδηγητικά όργανα του κόμματος. Στους δρόμους υπάρχουν καθοδηγητικές πινακίδες. || (μουσ.) καθοδηγητικό μοτίβο, λάιτ μοτίφ. καθοδηγητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. καθοδηγη- (καθοδηγώ) -τικός]

καθοδηγώ [kaθoδiγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. βοηθώ κπ. να φτάσει στον προορισμό του, δίνοντάς του τις κατάλληλες πληροφορίες για το δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσει: Δεν μπόρεσα να βρω το σπίτι του, γιατί δε με καθοδήγησε σωστά. Οι γεωγραφικοί / τουριστικοί χάρτες καθοδηγούν τους ταξιδιώτες / τους επισκέπτες των πόλεων. 2. (μτφ.) με υποδείξεις και με συμβουλές βοηθώ κπ. να ενεργήσει με το σωστό, κατά τη γνώμη μου, τρόπο: Οι καθηγητές του τον καθοδήγησαν στις σπουδές του. Δεν καθοδήγησε σωστά τα παιδιά της και απέτυχαν στη ζωή τους. Άρχισαν τη δράση καθοδηγούμενοι από την κομματική οργάνωση. Kαθοδηγημένος από το ένστικτό του κατόρθωσε να επιζήσει. Ο Θεός ας καθοδηγεί τα βήματά μας.

[λόγ. < ελνστ. καθοδηγῶ]

καθοδικός 1 -ή -ό [kaθoδikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κάθοδο 1 (για να δηλώσουμε την κλίση, την πορεία προς τα κάτω). ANT ανοδικός: Kαθοδικό ρεύμα. H οικονομία πολλών χωρών ακολουθεί καθοδική πορεία. Tο χρηματιστήριο παρουσίασε σήμερα καθοδικές τάσεις, πτωτικές.

[λόγ. κάθοδ(ος) 1 -ικός]

< Προηγούμενο   1... 19 20 [21] 22 23 ...452   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες