Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5.181 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πα το [pá] Ο (άκλ.) : η πρώτη νότα της βυζαντινής μουσικής κλίμακας αντίστοιχη προς το ρε της ευρωπαϊκής.
[λόγ. σειρά φθογγοσήμων για τη βυζαντινή μουσική: πα, βου, γα, δι, κε, ζω, νη που δημιουργήθηκαν για προσαρμ. προς την ευρωπαϊκή μουσική· επιλέχτηκαν οι αρχικοί φθόγγοι των εφτά πρώτων γραμμάτων του αλφαβήτου (τα πρώτα τέσσερα αντιστοιχούν και προς την ονομασία των τεσσάρων τρόπων της βυζαντινής μουσικής) και προστέθηκε φωνήεν ή σύμφωνο για δημιουργία συλλαβής]
- παγαίνω [pajéno] & πααίνω [paéno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) μππ. παγεμένος και (σπάν.) παεμένος : (λαϊκότρ., λαϊκ.) πηγαίνω: Άντε πάγαινε από δω πέρα. Πάαινε να σαλέψει ο νους της. Ήμουν παγεμένος στην Aθήνα για δουλειές.
[μσν. παγαίνω < *υπαγαίνω (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < ελνστ. ὑπάγ(ω), αρχ. σημ.: `φέρνω κάτω από, οδηγώ, φεύγω΄, μεταπλ. -αίνω κατά το πηγαίνω· αποβ. του μεσοφ. [γ] ]
- παγάκι το [paγáki] Ο44α : μικρό κομμάτι πάγου, από νερό που πάγωσε μέσα σε ειδική θήκη στο ψυγείο: Θέλεις παγάκια στο ουίσκι; Δε θέλω παγάκια στο φραπέ.
[πάγ(ος) -άκι]
- παγάνα η [paγána] Ο25 : 1α.ιδιαίτερος τρόπος κυνηγιού, που συνίσταται στην ανίχνευση, καταδίωξη και παγίδευση θηράματος από ομάδα κυνηγών που ενεργούν βάσει σχεδίου: Bγαίνω / στήνω ~. Mε το πρώτο χιόνι βγαίνανε ~ στο βουνό. Σαν τ΄ αγρίμια που τρέχουν να ξεφύγουν από την ~. β. (λαϊκότρ.) ανάλογος τρόπος καταδίωξης και σύλληψης ανθρώπου: Ξέφυγαν από τις παγάνες των χωροφυλάκων, περνώντας μέσα από το ποτάμι. 2. ομάδα κυνηγών που στήνουν παγάνα, που κυνηγούν με παγάνα: Ο αρχηγός της παγάνας.
[μσν. παγαν(εύω) -α (αναδρ. σχημ.) < παγαν(ός) -εύω ίσως με την έννοια ενέδρας που στήνουν οι άνθρωποι της υπαίθρου]
- παγανιά η [paγaná] Ο24 : παγάνα1: Bγαίνω ~ και ως ΦΡ για μεθοδευμένη αναζήτηση για την επίτευξη σκοπού: Bγήκανε ~ για καμάκι. (μτφ.): Ο Xάρος βγήκε ~.
[μσν. παγανέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < παγαν(ός) -έα > -ιά]
- παγανισμός ο [paγanizmós] Ο17 : η ειδωλολατρία, ιδίως μετά την επικράτηση του χριστιανισμού, όταν αυτή είχε πλέον περιοριστεί στους αγροτικούς πληθυσμούς: Στοιχεία / επιβιώσεις παγανισμού.
[λόγ. < γαλλ. paganisme < υστλατ. paganismus < paganus `ειδωλολάτρης΄ (δες στο παγανός) (-isme = -ισμός)]
- παγανιστής ο [paγanistís] Ο7 θηλ. παγανίστρια [paγanístria] Ο27 : οπαδός του παγανισμού· (πρβ. ειδωλολάτρης).
[λόγ. παγαν(ισμός) -ιστής· λόγ. παγανισ(τής) -τρια]
- παγανιστικός -ή -ό [paγanistikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον παγανισμό· (πρβ. ειδωλολατρικός): Παγανιστικές θρησκείες / τελετές. Παγανιστική λατρεία. Παγανιστικά έθιμα. Παγανιστική τάση / διάθεση. H εικονογραφία από λειτουργική και πνευματική που ήτανε κατάντησε κοσμική και παγανιστική.
[λόγ. παγαν(ισμός) -ιστικός]
- παγανό το [paγanó] Ο38 : (λαϊκότρ.) καλικάντζαρος· παγανός: Mεσάνυχτα, ώρα που βγαίνουν τα στοιχειά, τα παγανά και οι νεράιδες.
[μεταπλ. του παγανός σε ουδ. με βάση την αιτ.]
- παγανός ο [paγanós] Ο17 : (λαϊκότρ.) καλικάντζαρος· παγανό.
[ελνστ. ή μσν. παγανός `αγρότης, αγροίκος, ειδωλολάτρης΄ (επειδή στα χωριά διατηρήθηκαν για μεγαλύτερο διάστημα οι προχριστιανικές θρησκείες) < λατ. pagan(us) (προφ. [pagá-], ίδ. σημ.) -ός (< λατ. pagus `η ύπαιθρος΄)]