Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 562 εγγραφές [341 - 350] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θήλαστρο το [θílastro] Ο40 : 1. συσκευή με την οποία τραβούν το γάλα από τους μαστούς της γυναίκας. 2. (παρωχ.) μπιμπερό.
[λόγ. θηλασ- (θηλάζω) -τρον]
- θηλή η [θilí] Ο29 : 1. κυλινδρική και σαρκώδης προεξοχή του μαστού από όπου γίνεται ο θηλασμός· ρώγα. || (επέκτ.) λαστιχένιο στόμιο στο μπιμπερό που έχει το σχήμα της θηλής. 2. καθετί που μοιάζει με θηλή. α. (ανατ.) προεξοχή στην επιφάνεια ενός οργάνου: Οι θηλές της γλώσσας / του δέρματος / των τριχών. H ~ του οπτικού νεύρου. β. (βοτ.) μικρή απόφυση στα άνθη και στα φύλλα.
[λόγ. < αρχ. θηλή]
- θηλιά η [θilá] Ο24 : 1α. σκοινί ή κτ. άλλο παρόμοιο, όπως π.χ. σύρμα, λωρίδα υφάσματος κτλ., που η μία του άκρη είναι διπλωμένη και δεμένη έτσι ώστε να σχηματίζει κύκλο, ο οποίος στενεύει όσο κανείς τραβάει την άλλη άκρη του: Kάνω ~ στα κορδόνια των παπουτσιών για να τα δέσω. || βρόχος: Ο δήμιος τράβηξε τη ~ της κρεμάλας και ο κατάδικος απαγχονίστηκε. Aυτοκτόνησε περνώντας μια ~ στο λαιμό του. ΦΡ βάζω (τη) ~ στο λαιμό κάποιου, φέρνω κπ. σε πολύ δύσκολη θέση, τον πιέζω αναγκάζοντάς τον να κάνει κτ.: Mου έβαλε τη ~ στο λαιμό, να του ξοφλήσω το χρέος. βάζω ~ στο λαιμό μου, στενοχωρούμαι, πιέζομαι πολύ για να ανταποκριθώ σε οικονομικές κυρίως υποχρεώσεις. β. (παρωχ.) βρόχι. 2α. πόντος σε πλεχτό: Tράβηξε κατά λάθος τη βελόνα και της έφυγαν δύο θηλιές. H μανταρίστρα πιάνει θηλιές σε νάιλον κάλτσες. || διάκενο σε ψαράδικο δίχτυ· μάτι. β. είδος κουμπότρυπας πλεχτής ή από λεπτό κορδόνι: Δεν άνοιξε κουμπότρυπες στη ζακέτα, αλλά έπλεξε θηλιές. γ. για μικρό κρίκο όπου μπαίνει και στερεώνεται κτ.: H ~ της κόπιτσας, η θηλυκιά κόπιτσα.
[μσν. θηλεά με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < θήλεια (ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. θῆλυς)]
- θηλυγονία η [θiliγonía] Ο25 : 1. η γέννηση κοριτσιών. ANT αρρενογονία: H ~ είναι χαρακτηριστικό ορισμένων οικογενειών. 2. καθορισμός των κληρονομικών δικαιωμάτων με βάση το γενεαλογικό δέντρο της γυναίκας.
[λόγ. < αρχ. θηλυγονία (στη σημ. 1)]
- θηλύκι το [θilíki] Ο44 : (λαϊκότρ.) 1. κουμπί. 2α. κουμπότρυπα. β. θηλιά από την οποία κρεμάμε κτ.: Έραψα ένα ~ στο παλτό / στη ζακέτα μου.
[μσν. θηλύκιον υποκορ. του αρχ. επιθ. θηλυκ(ός) -ιον]
- θηλυκός -ή / -ιά -ό [θilikós] Ε1, Ε2 : ANT αρσενικός. 1α. (για πρόσ. ή ζώο) που ανήκει στο φύλο του οποίου ιδιαίτερο βιολογικό χαρακτηριστικό είναι ότι γονιμοποιείται από το αρσενικό και γεννά: Θηλυκό παιδί. Θηλυκά όντα. ~ ελέφαντας. Θηλυκιά τίγρη. Θηλυκό γατί / σκυλί / καναρίνι. ΦΡ θηλυκό μυαλό, γόνιμο, επινοητικό. ANT στείρο. ~ δαίμονας, για πολύ μοχθηρή και ραδιούργα γυναίκα. ούτε θηλυκιά γάτα, για να δηλώσουμε ότι σε ένα χώρο, σε ένα περιβάλλον απουσιάζει τελείως η γυναίκα: Σ΄ αυτή την ερημιά δε βρίσκεις ούτε θηλυκιά γάτα. Στα οικοτροφεία των αγοριών δεν άφηναν να μπει ούτε θηλυκιά γάτα. β. (βοτ.) που συντελεί στην καρποφορία: Ο ύπερος είναι το θηλυκό όργανο των φυτών. Θηλυκό άνθος, που έχει μόνο ύπερο και που μεταβάλλεται σε καρπό. 2. (ως ουσ.) το θηλυκό: α. πρόσωπο ή ζώο που ανήκει στο θηλυκό γένος: Tο αιώνιο ερωτικό παιχνίδι του αρσενικού με το θηλυκό. H φοράδα είναι το θηλυκό του αλόγου. β. (μειωτ.) β1. κορίτσι ή γυναίκα, για να δηλώσουμε περιφρόνηση ή απαρέσκεια: Nα μην ξαναμπεί στο σπίτι μου αυτό το θηλυκό. || (πληθ.) το σύνολο των γυναικών: Tα θηλυκά δεν έχουν μπέσα. β2. αισθησιακή γυναίκα που έχει έντονα τα χαρακτηριστικά του φύλου της: Είναι αυτή ένα θηλυκό! 3. (γραμμ.) θηλυκά ονόματα, που το γραμματικό τους γένος είναι θηλυκό, ανεξάρτητα αν αυτό αντιστοιχεί και στο φυσικό τους γένος και που διακρίνονται από το άρθρο που παίρνουν, π.χ. η γυναίκα, η καρέκλα: Θηλυκό ουσιαστικό / επίθετο. || (ως ουσ.) το θηλυκό: Tο θηλυκό του επιθέτου “γλυκός” είναι “γλυκιά”. Kλίση των θηλυκών. Θηλυκά σε -α / -η. 4. για αντικείμενο που διαθέτει κοιλότητα, εγκοπή ή άλλου είδους υποδοχή στην οποία προσαρμόζεται η σχετική προεξοχή ενός άλλου αντικειμένου, του αρσενικού: ~ μεντεσές. Θηλυκιά σούστα / κόπιτσα. || (ως ουσ.) το θηλυκό: Tο θηλυκό της κόπιτσας.
[1: αρχ. θηλυκός· 2: ελνστ. σημ.· 3: λόγ. < ελνστ. θηλυκός· 4: ίσως μσν. σημ. (σύγκρ. θηλύκι)]
- θηλυκότητα η [θilikótita] Ο28 : σύνολο έντονα γυναικείων χαρακτηριστικών και εκδηλώσεων: Δεν είναι πολύ όμορφη, έχει όμως ~ και τραβάει τους άντρες.
[λόγ. θηλυκ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. féminité]
- θηλύκωμα το [θilíkoma] Ο49 : (λαϊκότρ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θηλυκώνω.
[θηλυκώ(νω) -μα]
- θηλυκώνω [θilikóno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκότρ.) 1. κουμπώνω: Θηλυκώσου, μη βγαίνεις έξω ξεθηλύκωτος. 2. (τεχν.) συνδέω δύο αντικείμενα προσαρμόζοντας την άκρη του ενός στην υποδοχή του άλλου.
[μσν. θηλυκώνω < θηλύκ(ι) -ώνω]
- θηλυμορφία η [θilimorfía] Ο25 : επικράτηση των χαρακτηριστικών του γυναικείου σώματος σε έναν άντρα.
[λόγ. < αρχ. επίθ. θηλύμορφ(ος) `που έχει γυναικεία μορφή΄ -ία]



