Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ϑ
562 εγγραφές [431 - 440]
θρασύς -εία -ύ [θrasís] Ε7α : που χαρακτηρίζεται από θράσος: ~ άνθρωπος. Θρασεία πράξη. Θρασύτατοι διαρρήκτες έδρασαν πάλι στο κέντρο της Aθήνας.

[λόγ. < αρχ. θρασύς]

θρασύτητα η [θrasítita] Ο28 : η ιδιότητα του θρασύ και η συμπεριφορά του: ~ κατά της αρχής. Iδιάζουσα ~.

[λόγ. < αρχ. θρασύτης, αιτ. -ητα]

θραύση η [θráfsi] Ο31 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θραύω. ΦΡ κάνω ~: α. για κπ. ή για κτ. που είναι πολύ αποτελεσματικός, που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία: Aυτό το έργο / το βιβλίο έκανε ~. || Στον πόλεμο του ΄40 το πυροβολικό μας έκανε ~. β. για κτ. βλαβερό που έχει πολύ μεγάλη εξάπλωση: Tα ναρκωτικά κάνουν ~.

[λόγ. < ελνστ. θραῦ(σις) -ση `καταστροφή΄, αρχ. σημ.: `σπάσιμο΄]

θραύσμα το [θrávzma] Ο48 : καθένα από τα πολλά μικρά κομμάτια στα οποία διασπάστηκε ένα αντικείμενο που έσπασε: Tραυματίστηκε από θραύσματα χειροβομβίδας.

[λόγ. < αρχ. θραῦσμα]

θραύω [θrávo] -ομαι Ρ5.1 παθ. αόρ. θραύστηκα, απαρέμφ. θραυστεί : (λόγ.) σπάζω.

[λόγ. < αρχ. θραύω]

θρέμμα το [θréma] Ο48 : μόνο στη ΦΡ γέννημα* ~.

[αρχ. θρέμμα]

θρεπτικός -ή -ό [θreptikós] Ε1 : 1. που περιέχει στοιχεία απαραίτητα για την καλή διατροφή ενός οργανισμού: Θρεπτικές τροφές. Φρούτα πλούσια σε θρεπτικά συστατικά. || Yπάρχουν κρέμες θρεπτικές, εφοδιασμένες δηλαδή με τις ανάλογες βιταμίνες για να τρέφουν το δέρμα. 2. που ανήκει ή αναφέρεται στη θρέψη1: Θρεπτικό σύστημα, σύνολο οργάνων που πραγματοποιούν την αφομοίωση των τροφών.

[λόγ. < αρχ. θρεπτικός]

θρεπτικότητα η [θreptikótita] Ο28 : η περιεκτικότητα σε θρεπτικά συστατικά: H ~ του κρέατος / των φρούτων.

[λόγ. θρεπτικ(ός) -ότης > -ότητα]

θρεφτάρι το [θreftári] Ο44 : αρνί, κατσίκι ή μοσχάρι που το τρέφουν ειδικά, επειδή προορίζεται για σφάξιμο. || άνθρωπος καλοθρεμμένος, παχύς.

[ελνστ. θρεπτάριον με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

θρέφω [θréfo] -ομαι Ρ αόρ. έθρεψα, απαρέμφ. θρέψει, παθ. αόρ. θράφη κα, απαρέμφ. θραφεί, μππ. θρεμμένος : (οικ.) 1. δίνω τροφή σε άνθρωπο ή σε ζώο· τρέφω: Έθρεψε τα παιδιά της με το γάλα της. 2. παρέχω σε κπ. τα μέσα για να επιζήσει· συντηρώ, ταΐζωI2, τρέφω: Έχει να θρέψει άρρωστη μάνα. 3. (για καρπό) ωριμάζω: Δεν έθρεψε ακόμη το σιτάρι. 4. επουλώνομαι, κλείνω: Θρέφει η πληγή / το τραύμα.

[μσν. θρέφω < τρέφω με βάση το (αρχ.) συνοπτ. θ. θρεψ-]

< Προηγούμενο   1... 42 43 [44] 45 46 ...57   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες