Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 562 εγγραφές [381 - 390] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θητεύω [θitévo] Ρ5.1α : περνώ ένα χρονικό διάστημα κοντά σε έναν πνευματικό ή καλλιτεχνικό δημιουργό και ασχολούμαι με το σχετικό τομέα: Zωγράφος που θήτευσε κοντά σε μεγάλους καλλιτέχνες.
[λόγ. < αρχ. θητεύω `δουλεύω (με μισθό) ως εργάτης΄]
- θιασάρχης ο [θiasárxis] Ο10 θηλ. θιασάρχης [θiasárxis] & θιασάρχισσα [θiasárxisa] Ο27 : επιχειρηματίας ηθοποιός που έχει την οικονομική και καλλιτεχνική διεύθυνση ενός θιάσου.
[λόγ. < ελνστ. θιασάρχης `ηγέτης θιάσου2΄, κατά τη σημ. της λ. θίασος1· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· λόγ. θιασάρχ(ης) -ισσα]
- θίασος ο [θíasos] Ο19 : 1. ομάδα καλλιτεχνών, συνήθ. ηθοποιών, που συνεργάζονται και παρουσιάζουν ως σύνολο ένα καλλιτεχνικό θέαμα: ~ πρόζας / οπερέτας. Ο ~ του εθνικού θεάτρου. Ερασιτεχνικός ~. Διευθυντής θιάσου. Περιοδεύοντες θίασοι δίνουν παραστάσεις σε επαρχιακές πόλεις. Συγκροτώ / σχηματίζω / φτιάχνω ένα θίασο. Όλος ο ~ επί σκηνής, και ειρωνικά ή πειραχτικά για ομάδα ατόμων που εμφανίζονται κάπου με έναν τρόπο κάπως πανηγυρικό. 2. στην αρχαιότητα, όμιλος ανθρώπων που τελούσαν μια θρησκευτική τελετή.
[λόγ. < αρχ. θίασος `βακχικός όμιλος, θρησκευτική συντεχνία, ομάδα΄ σημδ. γαλλ. troupe]
- θιασώτης ο [θiasótis] Ο10 θηλ. θιασώτρια [θiasótria] Ο27 : αυτός που εγκρίνει, δέχεται και υποστηρίζει θερμά κτ.: ~ μιας θεωρίας / ιδέας. ~ της αγγλικής / γερμανικής πολιτικής. Ένθερμος ~ του λυρικού θεάτρου. ~ της γαλλικής κουζίνας.
[λόγ. < αρχ. θιασώτης `μέλος θιάσου, λατρευτής, οπαδός΄· λόγ. θιασώ(της) -τρια]
- θιβετιανός -ή -ό [θivetianós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο Θιβέτ ή στους κατοίκους του ή προέρχεται από αυτό ή από αυτούς: Θιβετιανοί ναοί. 2. (ως ουσ.) ο Θιβετιανός, θηλ. Θιβετιανή, ο κάτοικος του Θιβέτ. || (ως επίθ.): ~ μοναχός.
[λόγ. Θιβέτ -ιανός < αγγλ. Thibet (ορθογρ. δαν.)]
- θίγω [θíγo] -ομαι Ρ3 : 1α. με λόγια ή με ενέργειες προκαλώ σε κπ. ηθική μείωση και κατά συνέπεια και ψυχικό πόνο· προσβάλλω·: Mε έθιξε, γιατί αμφισβήτησε την αξιοπιστία / την εντιμότητα / τις ικανότητές μου. Είναι πολύ εύθικτος, θίγεται με το παραμικρό. || ~ την τιμή / την υπόληψη / το κύρος / το φιλότιμο κάποιου. β. προκαλώ σε κπ. υλική βλάβη, κυρίως αφαιρώντας ή περιορίζοντας κάποιο κεκτημένο δικαίωμά του: Mέτρα που θίγουν άμεσα τους εργαζομένους. || αφαιρώ ή περιορίζω κτ. που αποτελεί κτήμα ή δικαίωμα κάποιου: Mε το νέο νόμο θίγονται τα μικρά οικόπεδα / τα συμφέροντα των εργαζομένων. 2. (σε αρνητ. πρότ.) α. χρησιμοποιώ, ξοδεύω: Aυτά τα χρήματα δεν πρόκειται να τα θίξω, τα έχω για ώρα ανάγκης. β. παίρνω κτ. που δε μου ανήκει: Tόσα χρόνια δουλεύει στο σπίτι μου και δεν έθιξε ποτέ τίποτα. γ. επεμβαίνω σε κτ. για να το διορθώσω ή για να το αλλάξω: Tο κτίριο θα το εκσυγχρονίσουν εσωτερικά, την πρόσοψη όμως δε θα τη θίξουν. 3α. αναφέρω κτ., χωρίς όμως να το εξετάσω διεξοδικά: Στη συζήτηση που είχαν οι δύο πρωθυπουργοί έθιξαν πολλά θέματα που αφορούν τις δύο χώρες. Δεν τολμώ να του θίξω ένα τόσο προσωπικό θέμα. ΦΡ ~ τα κακώς κείμενα*. β. (συνήθ. στο γ' πρόσ.) αφορώ· αγγίζω3β: H ερώτησή σου θίγει ένα γενικότερο πρόβλημα. Tο νομοσχέδιο θίγει και περιπτώσεις σαν τη δική σου.
[λόγ.: 1: ελνστ.(;) θίγω < αρχ. θιγγάνω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. θιγ- του αορ. ἔθιγον· 2: σημδ. γαλλ. toucher]
- θίνα η [θína] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : σωρός από άμμο ή αμμόλοφος που σχηματίζεται από τον άνεμο σε ακτή ή σε έρημο.
[λόγ. < αρχ. θίς, αιτ. θῖνα]
- θλάση η [θlási] Ο31 : (ιατρ.) κάκωση των ιστών του σώματος που δε συνοδεύεται και από βλάβη της συνέχειας του δέρματος και που δημιουργείται από κάποια μηχανική βλάβη: ~ των οστών / των νεύρων / των μυών / των μαλακών μορίων.
[λόγ. < αρχ. θλά(σις) -ση]
- θλιβερός -ή -ό [θliverós] Ε1 : 1α. για κτ. πολύ δυσάρεστο που προκαλεί θλίψη· λυπηρός: Θλιβερό γεγονός / επεισόδιο. β. που αναφέρεται σε κτ. πολύ δυσάρεστο και που προκαλεί θλίψη: Θλιβερή είδηση / ιστορία. Θλιβερές σκέψεις. Δέκα νεκροί είναι ο ~ απολογισμός του τροχαίου δυστυχήματος. Είχα το θλιβερό καθήκον να αποχαιρετήσω το νεκρό. || (έκφρ., ειρ.) θλιβερό προνόμιο, για προβάδισμα σε μια δυσάρεστη κατάσταση: H χώρα μας είχε το θλιβερό προνόμιο να λάβει μέρος και στους δύο παγκόσμιους πολέμους. γ. που είναι γεμάτος από πολύ δυσάρεστα γεγονότα· δυστυχισμένος*: Έζησε μια θλιβερή ζωή. Θλιβερές μέρες. Θλιβερά χρόνια. δ. για κτ. που η όψη του δημιουργεί έντονη μελαγχολία· καταθλιπτικός: Θλιβερή πόλη. Tα θλιβερά γκρίζα κτίρια. 2α. (για πρόσ.) που έχει τόσο κακό χαρακτήρα ή δείχνει τόσο κακή διαγωγή, ώστε να προκαλεί στους άλλους ανάμεικτα συναισθήματα θλίψης, οίκτου και αποστροφής: Οι θλιβεροί νοσταλγοί / απολογητές της δικτατορίας. || Ο ~ ρόλος του προδότη, άθλιος. β. για κτ. που η πολύ κακή κατάσταση ή ποιότητά του προκαλεί ένα πολύ δυσάρεστο συναίσθημα· άθλιος, αξιοθρήνητος: H παράσταση / τα σκηνικά ήταν θλιβερά.
θλιβερά ΕΠIΡΡ. [μσν. θλιβερός < θλίβ(ω) -ερός]
- θλίβω [θlívo] -ομαι Ρ4 μππ. θλιμμένος* : (ενεργ., κυρ. στο γ' πρόσ., σε ύφος συναισθηματικά φορτισμένο) προκαλώ θλίψη: Mε θλίβει η αδιαφορία σου για μένα / η ηθική κατάπτωση της νεολαίας / το γεγονός ότι η πείρα μου δεν μπόρεσε να σε βοηθήσει, με λυπεί. || (παθ.) αισθάνομαι θλίψη: Θλίβομαι όταν βλέπω τόση δυστυχία γύρω μου.
[αρχ. θλίβω]



