Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 562 εγγραφές [251 - 260] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θερμογράφος ο [θermoγráfos] Ο18 : όργανο που καταγράφει επάνω σε χαρτί τις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας.
[λόγ. < γαλλ. thermographe < thermo- = θερμο- + -graphe = -γράφος]
- θερμοδυναμική η [θermoδinamikí] Ο29 : (φυσ.) κλάδος της φυσικής που εξετάζει τη μετατροπή της θερμότητας σε οποιαδήποτε άλλη μορφή ενέργειας ή αντίστροφα τη μετατροπή οποιασδήποτε άλλης μορφής ενέργειας σε θερμότητα: Οι αρχές της θερμοδυναμικής εφαρμόζονται στα θερμοηλεκτρικά εργοστάσια.
[λόγ. < γαλλ. thermodynamique < thermo- = θερμο- + dyna mique = δυναμική]
- θερμοδυναμικός -ή -ό [θermoδinamikós] Ε1 : που αναφέρεται στη θερμοδυναμική: Θερμοδυναμικό αξίωμα / σύστημα.
[λόγ. < διεθ. thermo- = θερμο- + dynamic = δυναμικός]
- θερμοηλεκτρικός -ή -ό [θermoilektrikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το θερμοηλεκτρισμό: Θερμοηλεκτρικά φαινόμενα. 2. που στηρίζεται στις αρχές του θερμοηλεκτρισμού: ~ σταθμός, εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος με τη μέθοδο της μετατροπής της θερμικής ενέργειας σε ηλεκτρική. Θερμοηλεκτρική ενέργεια.
[λόγ. < γαλλ. thermo-électrique < thermo- = θερμο- + électrique = ηλεκτρικός]
- θερμοηλεκτρισμός ο [θermoilektrizmós] Ο17 : 1. (φυσ.) κλάδος της ηλεκτρολογίας που εξετάζει τις σχέσεις ανάμεσα στα θερμικά και στα ηλεκτρικά φαινόμενα. 2. η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από τη θερμική.
[λόγ. < γαλλ. thermoélecricité < thermo- = -θερμο- + électricité = ηλεκτρισμός]
- θερμοκαυτήρας ο [θermokaftíras] Ο2 : ιατρικό εργαλείο με το οποίο γίνονται οι καυτηριάσεις: Hλεκτρικός ~, που η βελόνα του πυρακτώνεται με χαμηλό ηλεκτρικό ρεύμα.
[λόγ. < γαλλ. thermocautère < thermo- = θερμο- + cautère < ελνστ. καυτήρ, αιτ. -ῆρα `εργαλείο καυτηριασμού΄]
- θερμοκαυτηρίαση η [θermokaftiríasi] Ο33 : καυτηρίαση με θερμοκαυτήρα.
[λόγ. < διεθ. thermo- = θερμο- + cautery = καυτηρία(σις) -ση]
- θερμοκέφαλος -η -ο [θermokéfalos] Ε5 : (οικ.) που ενεργεί σύμφωνα με τις συναισθηματικές του παρορμήσεις και όχι σύμφωνα με τη λογική.
[λόγ. θερμο- + κεφάλ(ι) -ος]
- θερμοκήπιο το [θermokípio] Ο40 : 1α. χώρος με γυάλινους τοίχους και οροφή, όπου η θερμοκρασία διατηρείται αρκετά υψηλή και όπου καλλιεργούν ή διατηρούν φυτά, ευαίσθητα στο κρύο, μέσα σε γλάστρες ή σε κιβώτια· σέρα. β. κατασκευή παρόμοια με την παραπάνω, σκεπασμένη συνήθ. με πλαστικό, όπου γίνονται μεγάλες καλλιέργειες πρώιμων οπωροκηπευτικών ή λουλουδιών που δεν αντέχουν στις χαμηλές θερμοκρασίες. 2. (μετεωρ.) φαινόμενο θερμοκηπίου, η ιδιότητα της ατμόσφαιρας να συγκρατεί τη θερμική ενέργεια του ήλιου, που φτάνει στο έδαφος, και έτσι να επιτρέπει τη συσσώρευση θερμότητας από τη γη. 3. (μτφ.) για να δηλώσουμε ότι σε ένα περιβάλλον επικρατούν συνθήκες ιδιαίτερης προστασίας και φροντίδας, που βοηθούν στο να αναπτυχθεί κάποιος ή κτ.: H οικογένεια είναι το ~ όπου θα μεγαλώσουν τα νέα βλαστάρια του τόπου. Tο κρυφό σχολειό υπήρξε το ~ όπου βλάστησε το όραμα της ελεύθερης πατρίδας.
[λόγ. θερμο- + κήπ(ος) -ιον μτφρδ. γαλλ. serre chaude]
- θερμοκοιτίδα η [θermokitíδa] Ο26 : συσκευή που αποτελείται από ένα μικρό, διαφανή θάλαμο, όπου η θερμοκρασία, η υγρασία και η παροχή οξυγόνου διατηρούνται σε σταθερά επίπεδα και όπου τοποθετούν νεογέννητα βρέφη, συνήθ. πρόωρα, όταν παρουσιάζουν προβλήματα υγείας.
[λόγ. θερμο- + κοιτ(ίς) -ίδα]



