Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ϑ
562 εγγραφές [211 - 220]
θεράποντας ο [θerápondas] Ο5 θηλ. θεραπαινίδα [θerapeníδa] Ο26 : 1. υπηρέτης, στην αρχαιότητα. 2α. (μτφ., λόγ.) για πνευματική δραστηριότητα ή για θεσμό, όταν υπηρετεί σκοπούς που έρχονται σε σύγκρουση με τη δική τους αυτοτέλεια: Tο Mεσαίωνα οι επιστήμες υπήρξαν θεραπαινίδες της θεολογίας. β. (μτφ.) αυτός που θεραπεύει κτ., κυρίως για καλές τέχνες, γράμματα ή επιστήμες: Οι θεράποντες της σύγχρονης ποίησης. || (μειωτ.): Θεράποντες της επιστήμης που καταντούν θεράποντες πολιτικών σκοπιμοτήτων.

[λόγ. < αρχ. θεράπων, αιτ. -οντα `ακόλουθος, υπηρέτης΄· λόγ. < αρχ. θεραπαινίς, αιτ. -ίδα `μικρή υπηρέτρια΄]

θεράποντας [θerápondas] Ε (βλ. Ο5) : ~ γιατρός, που παρακολουθεί έναν ασθενή κατά τη διάρκεια της αρρώστιας του, που τον κουράρει.

[λόγ. < αρχ. θεράπων, αιτ. -οντα `ακόλουθος, υπηρέτης΄ με αλλ. της σημ. αναλ. προς το ρ. θεραπεύω σημδ. ιταλ. (medico) curante]

θεράπων [θerápon] Ε12 : (λόγ.) ~ ιατρός, που παρακολουθεί έναν ασθενή κατά τη διάρκεια της αρρώστιας του, που τον κουράρει· θεράποντας.

[λόγ. < αρχ. θεράπων (δες στο επίθ. θεράποντας)]

θέρετρο το [θéretro] Ο40 : α. τόπος κατάλληλος για θερινές διακοπές, παραθεριστικό κέντρο: H Bυτίνα είναι ένα από τα πιο γνωστά ορεινά θέρετρα. β. συγκρότημα κατοικιών για θερινή διαμονή: Tο ~ για τις οικογένειες των υπαλλήλων υπουργείου / τράπεζας κτλ.

[λόγ. < αρχ. θέρετρον]

θεριακή η [θerjakí] Ο29 : 1. φάρμακο που το χρησιμοποιούσαν ως αντίδοτο σε δηλητηριώδη δήγματα. 2. (παρωχ.) το όπιο.

[μσν. θηριακή `αντίδοτο, ισχυρό φάρμακο΄ (με τροπή του άτ. [ir > er] ) < θηριακή (ενν. αντίδοτος δόσις) `αντίδοτο για φαρμακερό δάγκωμα΄ ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. θηριακός `που αναφέρεται σε φαρμακερά ζώα΄ < ελνστ. θηρί(ον) `φαρμακερό ζώο΄ -ακός < αρχ. θηρίον `άγριο ζώο΄]

θεριακλής ο [θerjaklís] Ο8 θηλ. θεριακλού [θerjaklú] Ο37 : (οικ.) για να χαρακτηρίσουμε κπ. που του αρέσει κτ. υπερβολικά και κυρίως το μανιώδη καπνιστή ή αυτόν που του αρέσει υπερβολικά ο καφές.

[θεριακ(ή) -λής με επίδραση των τουρκ. tiryak `θεριακή΄ (< περσ. tiryak < ελνστ. ή μσν. θηριακή), tiryakî `θεριακλής, οπιομανής΄ (< περσ. tiryaki), tiryakîlik `θεριακλίκι΄· θεριακλ(ής) -ού]

θεριακλίδικος -η -ο [θerjaklíδikos] Ε5 : (οικ.) που ικανοποιεί τις επιθυμίες του θεριακλή: ~ καφές. θεριακλίδικα ΕΠIΡΡ: Ρούφηξε το τσιγάρο ~.

[θεριακλ(ής) -ίδικος]

θεριακλίκι το [θerjaklíki] Ο44α : (οικ.) το πάθος που χαρακτηρίζει το θεριακλή.

[θεριακλ(ής) -ίκι 1, με επίδρ. του τουρκ. tiryakîlik `θεριακλίκι΄]

θέριεμα το [θérjema] Ο49 : το αποτέλεσμα του θεριεύω: Tο ~ των θάμνων / της επανάστασης / του πόθου.

[θεριεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

θεριεύω [θerjévo] Ρ5.2α μππ. θεριεμένος : (οικ.) μεγαλώνω, δυναμώνω, αναπτύσσομαι πολύ. α. (για νεαρό άτομο που βρίσκεται στο στάδιο της ανάπτυξης) γίνομαι ψηλός και γεροδεμένος: Εσύ θέριεψες παιδί μου, έγινες σωστός άντρας. β. (για φυτό) ψηλώνω ή φουντώνω πολύ: Θέριεψε ο πλάτανος. Θέριεψαν τα αγριόχορτα και έπνιξαν τα στάχυα. γ. (για στοιχείο της φύσης): Θεριεύουν τα κύματα / οι φλόγες. δ. (για αφηρ. ουσ.) αποκτώ τόση ένταση ή έκταση, ώστε συνήθ. να γίνεται η ύπαρξή μου φανερή: Θέριευε ο πόθος της λευτεριάς στις καρδιές τους. Θεριεύει το μίσος και μας πνίγει. Θεριεύει η επανάσταση.

[θερι(ό) -εύω]

< Προηγούμενο   1... 20 21 [22] 23 24 ...57   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες