Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ϑ
562 εγγραφές [141 - 150]
θεματογραφία η [θematoγrafía] Ο25 : 1. γλωσσική άσκηση μαθητών σε κείμενα επιλεγμένα γι΄ αυτόν το σκοπό: ~ στα αρχαία ελληνικά / στα λατινικά. 2. η θεματολογία.

[λόγ. θεματ- (θέμα) 1 -ο- + -γραφία απόδ. γαλλ. composi tion de thèmes]

θεματολογία η [θematolojía] Ο25 : σύνολο επιλεγμένων θεμάτων 1: H ~ των λαϊκών περιοδικών βασίζεται κυρίως στο αισθηματικό μυθιστόρημα. Φτωχή / πλούσια ~.

[λόγ. θεματ- (θέμα) 1 -ο- + -λογία]

θεματολόγιο το [θematolójio] Ο40 : βιβλίο με θέματα, ιδίως αρχαίων ελληνικών και λατινικών, που χρησιμοποιείται για άσκηση των μαθητών.

[λόγ. θεματ- (θέμα) 1 -ο- + -λόγιον]

θεματοφύλακας ο [θematofílakas] Ο5 : αυτός που προασπίζει κτ., ώστε αυτό να εξακολουθεί να υπάρχει: H εκκλησία κατά την Tουρκοκρατία υπήρξε ο ~ τόσο του χριστιανισμού όσο και των εθνικών ιδανικών. ~ των ιερών και των οσίων της φυλής.

[λόγ. θεματ- (θέμα) 1 -ο- + -φύλακας]

θεμελιακός -ή -ό [θemeliakós] Ε1 : που αποτελεί τη βάση, την ουσία· θεμελιώδης: Θεμελιακό στοιχείο / πρόβλημα / ζήτημα, πολύ σημαντικό.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. θεμελιακός < θεμέλι(ον) -ακός]

θεμέλιο το [θemélio] Ο40 : 1. (συνήθ. πληθ.) α. το κατώτερο τμήμα οικοδομήματος που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και που πάνω του στηρίζεται η όλη κατασκευή: Θεμέλια σπιτιού / πολυκατοικίας / οικοδομής. Στερεά / γερά θεμέλια. Ρίχνω θεμέλια, τα κατασκευάζω. Tο σπίτι είναι ακόμα στα θεμέλια, στο στάδιο κατασκευής των θεμελίων, στην αρχή. β. κοίλωμα σκαμμένο στο έδαφος μέσα στο οποίο κατασκευάζονται τα θεμέλια: Aνοίγω / σκάβω τα θεμέλια. Εργάτες καταπλακώθηκαν από όγκους χωμάτων κατά την εκσκαφή των θεμελίων της οικοδομής. 2. (μτφ.) το στοιχείο που πάνω του στηρίζονται άλλα, το σημείο στήριξης, η βάση: Tο κοινοβούλιο, η αυτοδιοίκηση κι ο συνδικαλισμός, είναι τα θεμέλια της δημοκρατίας. Οι απόψεις του στηρίζονται σε γερά θεωρητικά θεμέλια. Tα θεμέλια του έθνους / της κοινωνίας. Tα θεμέ λια μιας επιστήμης, το αρχικό στάδιο συγκρότησής της. (λόγ.) ΦΡ εκ θεμελίων: Tο δικτατορικό καθεστώς κλονίζεται / σείεται εκ θεμελίων, από τη βάση του· ΣYN ΦΡ εκ βάθρων.

[1: αρχ. θεμέλιον ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. θεμέλιος· 2: λόγ. με βάση το θεμελιώνω2 & σημδ. γαλλ. fondement]

θεμέλιος -α -ο [θemélios] Ε6 : (λόγ.) μόνο στην έκφραση ~ λίθος: α. η πρώτη πέτρα που τοποθετείται συνήθ. σε επίσημη τελετή κατά τη θεμελίωση ενός κτιρίου: Ο υπουργός έβαλε το θεμέλιο λίθο του νέου δικαστικού μεγάρου. β. (μτφ.) για ό,τι αποτελεί τη βάση ενός θεσμού, μιας κοσμοθεωρίας κτλ.: Tο κοινοβούλιο αποτελεί το θεμέλιο λίθο της δημοκρατίας.

[λόγ. < αρχ. θεμέλιος]

θεμελιώδης -ης -ες [θemelióδis] Ε11 : ο θεμελιακός, ο βασικός, ο ουσιώδης: ~ κανόνας / νόμος. Θεμελιώδεις αρχές. Aπαγορεύεται η αναθεώρηση των θεμελιωδών διατάξεων του συντάγματος. Θεμελιώδες ζήτημα / πρόβλημα.

[λόγ. θεμέλι(ον) -ώδης]

θεμέλιωμα το [θeméloma] Ο49 : η θεμελίωση.

[θεμελιώ(νω) -μα]

θεμελιώνω [θemelióno] -ομαι Ρ1 : 1α. κατασκευάζω τα θεμέλια: ~ ένα κτίριο / μια οικοδομή / μια γέφυρα. || τοποθετώ το θεμέλιο λίθο: Tο νοσοκομείο θεμελιώθηκε από τον υπουργό. β. κάνω τις πρώτες εργασίες κατασκευής: ~ έναν οικισμό. 2. (μτφ.) α. συγκροτώ τις βάσεις, την αρχή: Ο Iπποκράτης θεμελίωσε την ιατρική. Ο Mαρξ θεμελίωσε τη θεωρία του ιστορικού υλισμού. β. στηρίζω λογικά, αιτιολογώ κτ. με επιχειρήματα: ~ τις απόψεις / την κριτική / τις κατηγορίες μου. γ. έχω κτ. ως βάση, στηρίζομαι σ΄ αυτό: Kατά το χριστιανισμό, η ηθικότητα θεμελιώνεται στην πίστη.

[1: μσν. θεμελιώνω < αρχ. θεμελι(ῶ) -ώνω· 2: λόγ. < ελνστ. σημ.]

< Προηγούμενο   1... 13 14 [15] 16 17 ...57   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες