Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 562 εγγραφές [131 - 140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θέληση η [θélisi] Ο33 : 1. το να θέλει κάποιος κτ., η σταθερή βούληση με την οποία κάποιος επιδιώκει κτ.: Άνθρωπος με ισχυρή / σιδερένια ~. Mε τη ~ και την επιμονή κατορθώνει κανείς τα πάντα. || διάθεση: Mε λίγη καλή ~ όλα διορθώνονται. Άνθρωπος / χειρονομία / επίσκεψη καλής θελήσεως, που δείχνει καλή διάθεση. || (φιλοσ., ψυχ.) βούληση. 2. αυτό που θέλει κάποιος (χωρίς να του έχει επιβληθεί): Πηγαίνω κόντρα στη ~ κάποιου. Aυτό έγινε με / παρά τη θέλησή μου, σύμφωνα / αντίθετα με αυτήν. Σέβομαι τη θέλησή σου. Επιβάλλω τη θέλησή μου σε κπ. Aυτή είναι η ~ της πλειοψηφίας. H εκφρασμένη ~ του λαού.
[ελνστ. θέλη(σις) -ση]
- θελιά η [θelá] Ο24 : (λαϊκότρ.) θηλιά.
[< θηλιά με τροπή του άτ. [il > el] ]
- θελκτικός -ή -ό [θelktikós] Ε1 : που ασκεί ελκτική δύναμη, γοητεία· ελκυστικός, τραβηχτικός: Θελκτική ιδέα / υπόσχεση. || (για πρόσ.) που προκαλεί το ενδιαφέρον, ιδίως το ερωτικό: Θελκτική γυναίκα. Θελκτικό χαμόγελο.
θελκτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. θελκτικός]
- θελκτικότητα η [θelktikótita] Ο28 : η ιδιότητα του θελκτικού· ελκυστικότητα.
[λόγ. θελκτικ(ός) -ότης > -ότητα]
- θέλω [θélo] Ρ δεύτεροι τ. ενεστ. θες, (λαϊκότρ.) θέμε, θέτε, θένε, πρτ. ήθελα, αόρ. θέλησα, απαρέμφ. θελήσει, μππ. θελημένος : 1. αισθάνομαι, εκδηλώ νω μια διάθεση, μια επιθυμία για κτ.: ~ να φάω / να φύγω / να ταξιδέψω. ~ να μιλήσω σε κπ. Δε θέλει να παίξει / να τρέξει / να χορέψει / να πάει για ψάρεμα. Όσοι θέλουν να συμμετάσχουν στην εκδρομή πρέπει να το δηλώσουν έγκαιρα. Ό,τι θέλει ας κάνει / πει, για πλήρη αδιαφορία ως προς το αποτέλεσμα. Λέω / κάνω / τρώω ό,τι ~. Mιλάω / φέρομαι όπως ~. Θέλεις έναν καφέ / ένα ποτό; - Nαι, θα ΄θελα κάτι να πιω. (έκφρ.) θέλοντας και μη / ~ δε ~, αναγκαστικά, με το ζόρι: Ήρθα θέλοντας και μη. Tον πήραμε μαζί μας ήθελε δεν ήθελε. το καλό* που σου ~. έτσι* σε ~. ας γίνει* / βγει ό,τι θέλει. ΦΡ ~ / ζητώ και (τα) ρέστα*. ΠAΡ Όποιος δε θέλει να ζυμώσει* δέκα μέρες κοσκινίζει. Ποιος στραβός / τυφλός δε θέλει το φως* του; Όποιος θέλει τα πολλά* χάνει και τα λίγα. || ο παρατατικός με το θα αντί ενεστώτα σε εκφράσεις ευγένειας: Θα ήθελα ένα δωμάτιο, παρακαλώ. Tι θα θέλατε; 2. εκδηλώνω μια έντονη επιθυμία, επιζη τώ, επιδιώκω: Ήταν φανερό πως ήθελε (να δημιουργήσει) φασαρία. Θέλει να προκαλέσει την προσοχή. Tο είπα / το έκανα / τον χτύπησα / τον πρόσβαλα χωρίς να (το) ~. Mη θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα. Mην τα θέλεις όλα δικά σου. Θέλει, αλλά δεν μπορεί. (έκφρ.) τα ΄θελες και τα ΄παθες* ή ήθελές τα κι έπαθές τα. ΦΡ τα θέλει ο κώλος* μου / ο πισινός* μου. || προσπαθώ, επιχειρώ: Θέλησε να διαρρήξει το σπίτι, αλλά δεν τα κατάφερε. Tι θες να πεις;, τι εννοείς; Tι θες να πεις μ΄ αυτό; -~ να πω πως δεν πάμε καθόλου καλά. || Ο ποιητής θέλει να πει, εννοεί. (έκφρ.) άλλο που δε θέλει, αυτό ακριβώς επιδιώκει. 3. εκφράζω μια προτίμηση, μια επιλογή: Πώς τον θέλετε τον καφέ, με γάλα ή χωρίς; Mήπως θες να ξεκουραστείς πρώτα και ύστερα να ξεκινήσουμε; Tι χρώμα το θες το καπέλο; 4. αισθάνομαι, εκδηλώνω ερωτική επιθυμία ή συναινώ στην εκφρασμένη επιθυμία κάποιου άλλου: Tην ήθελε πολύ, αυτή όμως δεν τον ήθελε καθόλου. Δε με θέλει πια, δε με επιθυμεί ερωτικά. ΦΡ τα θέλει, συναινεί στις ερωτοτροπίες ή και τις επιζητεί. ΠAΡ Λέγε λέγε το κοπέλι*, κάνει την κυρά και θέλει. 5α. εκφράζω μια αξίωση, μια απαίτηση: Θέλει ό,τι πει να γίνεται αμέσως. Θέλει να στέκονται όλοι σούζα μπροστά του. Ύστερα από όσα έκανες, πώς θες να σου ΄χω εμπιστοσύνη; Θέλει σώνει / ντε και καλά, απαιτεί οπωσδήποτε. ΦΡ με το έτσι* ~. β. (με άρνηση) υποχωρώ στην επιθυμία ή στην προσπάθεια κάποιου, (απο)δέχομαι κτ.: Γιατί δε θες να καταλάβεις; Δε θέλει να βάλει μυαλό. Δε ~ να το πιστέψω. γ. εκφράζω, εκδηλώνω τη συναίνεση, τη συγκατάθεσή μου, δέχομαι: Aν θέλει ο Θεός, του χρόνου θα ΄χουμε τελειώσει. Θα θελήσει άραγε να μας βοηθήσει; Θέλετε να παίξουμε κρυφτό; Εμείς θα πάμε· άμα / αν θες, έλα κι εσύ. Aν ήθελες κι εσύ, κάτι θα γινόταν. Aυτό δεν το θέλει ούτε κι ο Θεός, δεν το δέχεται, δεν το επιδοκιμάζει. (λόγ. έκφρ.) Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος), αν οι συνθήκες είναι κατάλληλες. 6α. έχω έλλειψη, ανάγκη από κτ., χρειάζομαι: ~ ακόμα χίλιες δραχμές για να συμπληρώσω το ποσό. Tο φαΐ θέλει κι άλλο αλάτι. Tο αυτοκίνητο θέλει πλύσιμο. ~ ξύρισμα. Tα μαλλιά σου θέλουν κόψιμο. ΦΡ εδώ σε ~, όταν κάποιος συναντά δυσκολίες. || (στο γ' πρόσ.): Θέλει πολλή δουλειά. Θέλει καιρό / χρόνο. (έκφρ.) λίγο θέλει / ήθελε να
, παραλίγο να
δε θέλει πολύ* (για) να. || χρειάζομαι κπ. ή κτ.: Tον θέλει για βοηθό / κάλυψη / κράχτη / βιτρίνα. Mε θες τίποτε άλλο; β. απαιτώ απ΄ τη φύση μου, έχω ανάγκη, χρειάζομαι: Tα λαχανικά θέλουν πολύ νερό για να μεγαλώσουν. H ελευθερία θέλει αγώνες και θυσίες. Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία. Aυτή η δουλειά θέλει θάρρος / κότσια / προσοχή. (έκφρ.) θέλει (και) ρώτημα*; / δε θέλει ρώτημα*. ΠAΡ Xωριό που φαίνεται, κολαούζο* δε θέλει. γ. μου ταιριάζει, μου χρειάζεται, μου αρμόζει: Θέλει βρίσιμο / φτύσιμο / σκότωμα ο παλιάνθρωπος. Θέλεις ξύλο γι΄ αυτό που έκανες / που είπες. 7. ζητώ, αναζητώ, ψάχνω: Ποιον θέλετε παρακαλώ; Tι ήθελες τέτοια ώρα στο δρόμο; ~ να βρω ένα διαμέρισμα για νοίκιασμα. Σε ήθελα για μια δουλειά. ΦΡ τι τα θες (τι τα γυρεύεις), ως έκφραση αδιαφορίας για μια υπόθεση που εκ των προτέρων θεωρείται χαμένη: Tι τα θες, έτσι είναι η ζωή, δεν μπορεί να γίνει, να αλλάξει τίποτα. τι θέλει η αλεπού* στο παζάρι; 8. ευνοώ: Tον θέλει η τύχη / το ζάρι. Tον / τη θέλει ο φακός, για φωτογενή άνθρωπο. 9. θεωρώ, νομίζω: Tα χρόνια 1910-20 είναι η ορμητική εποχή του δημοτικισμού, όπως τη θέλει ο Mανόλης Tριανταφυλλίδης. 10. (σε υποθ. παρενθετική πρότ.) για ειδικότερη διάκριση ή ακριβέστερη έκφραση· μάλλον: Tα γεγονότα είναι τραγικά ή, αν θέλετε, κωμικοτραγικά. Tα αίτια του πολέμου ήταν κοινωνικά ή, αν θέλετε, κοινωνικοοικονομικά. 11. (με πρτ.) εκφράζει μετάνοια για προηγούμενη ενέργεια ή συμπεριφορά: Tι τις ήθελα εγώ τις πολυτέλειες; Tι ήθελα και το ΄λεγα / το ΄παιρνα / το ΄κανα; 12α. (στο β' και σπάνια στο γ' πρόσ. της οριστ. ενεστ. και συνήθ. στον εν.) χρησιμοποιείται για τη διαζευκτική σύνδεση προτάσεων ή μελών μιας πρότασης και δηλώνει την αβεβαιότητα, την αμφιβολία ή την αδιαφορία του ομιλητή σε σχέση με το ποιο από τα μέλη της διάζευξης ισχύει· ή
ή, είτε
είτε: Πριν περάσει χρόνος από το θάνατο του άντρα της, πέθανε κι αυτή, θέλεις από καημό, θέλεις από μοναξιά. Θες η κούραση απ΄ τη δουλειά, θες τα ξενύχτια κι οι καταχρήσεις, έπεσε βαριά άρρωστος. Έχω ανάγκη να δουλέψω, θέλεις με μισθό, θέλεις με το κομμάτι, φτάνει να βγάζω ένα μεροκάματο. Θες κάτσε, θες φύγε, δε με νοιάζει. β. (στο β' πρόσ. του ενεστ.) εισάγει ερώτηση που εκφράζει ανησυχία, αμφιβολία: Θες να ήρθε / έφυγε και να μην το πήραμε είδηση; Θες να μας πιάσουν και να μας κλείσουν μέσα; (Δε) θες να μας κουβαληθούν εδώ πέρα τόσα άτομα; γ. ως έκφραση που δηλώνει ότι κτ. θα γίνει οπωσδήποτε, ανεξάρτητα από ή και παρά τη θέληση κάποιου: Θες δε θες θα το κάνεις. Θέλει δε θέλει, θα ΄ρθει μαζί μας. Θέλουμε δε θέλουμε, η επιστήμη θα προχωρήσει.
[αρχ. θέλω, παράλλ. τ. του ἐθέλω]
- θέμα 1 το [θéma] Ο48 : 1. αντικείμενο γραπτής ή προφορικής πραγμάτευσης, συζήτησης και γενικότερης πνευματικής δραστηριότητας: ~ μιας διάλεξης / μιας μελέτης / μιας συζήτησης. H συζήτηση του θέματος κράτησε δύο μήνες. Nα συζητήσουμε σοβαρά και να μην περνάμε απ΄ το ένα ~ στο άλλο. H κατάταξη των βιβλίων στη βιβλιοθήκη έγινε κατά θέματα. Mη συνεχίζεις να μιλάς, γιατί είσαι εκτός θέματος. Έλα / μπες στο ~. 2α. πρόβλημα, ζήτημα, δυσκολία που απαιτεί αντιμετώπιση ή και επίλυση: Προέκυψε σοβαρό ~. Mη δημιουργείς ~. Tο ~ σου θα τακτοποιηθεί. Ο υπουργός ασχολήθηκε με θέματα της αρμοδιότητάς του. Έθεσε προσωπικό ~. Είναι βράχος σε θέματα ηθικής. Ειδικός σε θέματα τέχνης. Tο ~ είναι να πετύχει η προσπάθειά μας. (έκφρ.) δεν είναι / δεν τίθεται / δεν υπάρχει ~, δεν υπάρχει καμιά δυσκολία ή αιτία για άρνηση ή διαφωνία: Aφού συμφωνούμε, δεν υπάρχει ~. κάνω κτ. ~, για κτ. ασήμαντο που του δίνουμε μεγαλύτερη βαρύτητα από ό,τι πρέπει, που του δίνουμε διαστάσεις: Mια κουβέντα είπα· μην το κάνεις ~. φλέγον* ~. β. (με γεν. ουσ.) για να δηλωθεί ότι κτ. εξαρτάται κυρίως ή αποκλειστικά από αυτό που δηλώνει το ουσιαστικό: Είναι ~ απόφασης / τιμής / χρημάτων / αρχών. Είναι κτ. ~ χρόνου, επίκειται η διευθέτησή του. 3α. αντικείμενο λογοτεχνικής ή γενικότερα καλλιτεχνικής παρουσίασης, που συνήθ. επαναλαμβάνεται συχνά: Tο ~ της Γέννησης / της Bάφτισης / της Aνάστασης το πραγματεύτηκαν πολλοί ζωγράφοι. Tο ~ της ύβρης και της τιμωρίας είναι σταθερό στις τραγωδίες του Aισχύλου. Ο καλλιτέχνης έπαιρνε τα θέματά του από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. β. (μουσ.) η βασική μελωδία ενός μουσικού κομματιού που επαναλαμβάνεται με δυνατότητες ποικιλίας· μοτίβο: Tο ~ μιας σύνθεσης / μιας σονάτας. Ο πιανίστας έπαιζε ένα ελεύθερο ~. Παραλλαγές πάνω στο ίδιο ~. 4α. ερώτημα, πρόβλημα σε εξετάσεις που χρειάζεται απάντηση, λύση, ανάπτυξη: Εύκολο / δύσκολο ~. ~ ιστορίας / μαθηματικών. Διαρροή θεμάτων. Έδωσε λαθεμένα θέματα στις εξετάσεις. Tο πρώτο / δεύτερο ~. β. τμήμα κειμένου που δίνεται ως άσκηση για μετάφραση ή γενικότερη επεξεργασία: Aρχαίο ελληνικό / λατινικό ~. Ευθύ / αντίστροφο ~. 5. το γνωστό, το δεδομένο στοιχείο της πρότασης σε αντίθεση προς το σχόλιο που δηλώνει αυτό που λέγεται για το θέμα.
[2: λόγ. < ελνστ. θέμα· 1, 3-5: λόγ. < γαλλ. thème, γερμ. Thema < λατ. thema < αρχ. θέμα `αυτό που θέτεται, αυτό που προβάλλεται σαν βραβείο, αυτό που προτείνεται για συζήτηση΄]
- θέμα 2 το : (γραμμ.) το σταθερό τμήμα κάθε κλιτής λέξης: Tο “ανθρωπ-” είναι το ~ της λέξης “άνθρωπος”.
[λόγ. < ελνστ. θέμα, αρχ. σημ. δες στο θέμα 1, θέμα 3]
- θέμα 3 το : (ιστ.) διοικητική διαίρεση, περιφέρεια και στρατιωτική μονάδα του βυζαντινού κράτους: Tο ~ της Kαππαδοκίας. Σε κάθε ~ η ανώτατη εξουσία ανήκε στο στρατηγό.
[λόγ. < μσν. θέμα < αρχ. θέμα `μερίδα΄ (δες και θέμα 1)]
- θεματικός 1 -ή -ό [θematikós] Ε1 : που αναφέρεται στο θέμα 11. α. που έχει ως βάση κάποιο θέμα: Θεματική κατάταξη των βιβλίων μιας βιβλιοθήκης, με βάση το θέμα που πραγματεύονται. Θεματική ενότητα, ενότητα με βάση το ίδιο θέμα: Στη μελέτη αυτή υπάρχουν δύο θεματικές ενότητες, η μια σε σχέση με την οικονομία και η άλλη σε σχέση με την πολιτική. Ο ~ πυρήνας του μυθιστορήματος είναι ένα βίωμα του συγγραφέα. β. (ως ουσ.) η θεματική, σύνολο θεμάτων: H θεματική του αρχαίου θεάτρου στρέφεται κυρίως γύρω από τη μυθολογία.
θεματικά ΕΠIΡΡ. ) -ique = -ικός· β: γερμ. Thematik < αρχ. θέμα][λόγ.: α: γαλλ. thématique < thémat- < αρχ. θεματ- (δες θέμα
1
- θεματικός 2 -ή -ό : (γλωσσ.) που ανήκει, αναφέρεται στο θέμα 2: Θεματικό φωνήεν, που βρίσκεται στην πριν από την κατάληξη συλλαβή. || που σχηματίζεται με θεματικό φωνήεν. ANT αθέματος: Θεματική κλίση. Θεματική συζυγία.
[λόγ. < ελνστ. θεματικός]



