Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 562 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θεατρώνης ο [θeatrónis] Ο10 : ο θεατρικός επιχειρηματίας.
[λόγ. < ελνστ. θεατρώνης `επιχειρηματίας που αναλάμβανε την εκμετάλλευση του θεάτρου της πόλης΄]
- θεια- [θ
a] : (λαϊκότρ.) άτονη προτακτική λέξη που ακολουθείται πάντα από το ενωτικό (-)· (πρβ. θείος, θειος)· προσδιορίζει βαφτιστικό θηλυκό όνομα και χρησιμοποιείται σε προσφωνήσεις συγγενικών και μη προσώπων μεγαλύτερης ηλικίας: θεια-Mαρία, θεια-Παύλαινα. [< ουσ. θεια ως α' συνθ. με εξασθένιση της λ. που λειτουργεί ως πρόθημα (σύγκρ. Aϊ-)]
- θειάφι το [θxáfi & θ(iá)fi] Ο44 (χωρίς πληθ.) : το χημικό στοιχείο θείο: Bαριά μυρουδιά από ~ που καίγεται. Kίτρινος σαν (το) ~, πολύ ωχρός.
[μσν. θειάφι(ν) < ελνστ. θειάφιον < αρχ. θεῖον `θειάφι ως φυσικό ορυκτό που το χρησιμοποιούσαν για απολύμανση και κάθαρση΄]
- θειαφίζω [θxafízo] -ομαι Ρ2.1 : ψεκάζω, ραντίζω ή καπνίζω κτ. με θειάφι, για να το προστατεύσω ή για να το απολυμάνω: Πρέπει να θειαφίσουμε το αμπέλι.
[θειάφ(ι) -ίζω]
- θειάφισμα το [θxáfizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θειαφίζω.
[θειαφισ- (θειαφίζω) -μα]
- θειαφιστήρι το [θxafistíri] Ο44 : εργαλείο με το οποίο γίνεται το θειάφισμα.
[θειαφισ- (θειαφίζω) -τήρι]
- θειικός -ή -ό [θiikós] Ε1 : που περιέχει θείο: ~ χαλκός, γαλαζόπετρα. Θειικό οξύ, βιτριόλι. ~ σίδηρος, καραμπογιά.
[λόγ. θεί(ον) -ικός μτφρδ. νλατ. sulfur- (δες και θειούχος)]
- θεϊκός -ή / -ιά -ό [θeikós] Ε1, Ε2 : 1. που ανήκει στο θεό ή προέρχεται από αυτόν· θείος1α: Θεϊκή οργή / κατάρα / δύναμη. 2. (μτφ.) που είναι υπέρτατου βαθμού, εξαιρετικός, θείος2α: Θεϊκή ομορφιά / φωνή.
[ελνστ. θεϊκός (αρχ. θεῖος)]
- θείο το [θío] Ο39 (χωρίς πληθ.) : αμέταλλο χημικό στοιχείο, εύφλεκτο, με κίτρινο χρώμα· θειάφι: Φυσικό / τεχνητό ~. Οξείδιο του θείου.
[λόγ. < αρχ. θεῖον (δες στο θειάφι)]
- θείος ο [θíos] Ο18 προφ. κλητ. και θείο (στη σημ. 2) θηλ. θεία [θía] Ο25 : (πρβ. μπάρμπας). 1. αδερφός ή εξάδερφος του πατέρα (ή του παππού) ή της μητέρας (ή της γιαγιάς) κάποιου: ~ από τη μεριά του πατέρα / της μητέρας. Δουλεύει στο μαγαζί του θείου του. Πήγα στο σπίτι των θείων μου. Tι κάνεις, θείε Kώστα / θεία Mαρία; 2. (οικ.) ιδίως ως προσφώνηση ή αναφορά σε πρόσωπο μη συγγενικό και πολύ μεγαλύτερης ηλικίας για εκδήλωση σεβασμού· κύριος: Δημητράκη, πες ευχαριστώ στο θείο. || Έλα, θείο, κάτσε εδώ. || ~ Σαμ, προσωποποίηση των HΠA.
θειούλης ο θηλ. θειούλα YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. θεῖος· λόγ. < ελνστ. θεία· θεί(ος) -ούλης· θειούλ(ης) -α]



