Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ώχρα
3 εγγραφές [1 - 3]
ώχρα η [óxra] Ο25 : α. ορυκτή ύλη από άργιλο και οξείδια του σιδήρου ή μαγνήσιο. β. χρωστική ουσία που παρασκευάζεται από το παραπάνω ορυκτό και δίνει ένα υποκίτρινο χρώμα: Ένα σωληνάριο ~. Σκόνη ώχρας.

[λόγ. < αρχ. ὤχρα]

ωχραίνω [oxréno] Ρ7.2α : α. αποκτώ υποκίτρινο (ωχρό) χρώμα. β. δίνω σε κτ. υποκίτρινο (ωχρό) χρώμα.

[λόγ. < ελνστ. ὠχραίνω]

ωχρός -ή / -ά -ό [oxrós] Ε1, Ε2 : 1α. που έχει το υποκίτρινο χρώμα της ώχρας· ώχρινος: Mε πρόσωπο ωχρό από φόβο· (πρβ. χλωμός). Aρρωστιάρικο, ωχρό πρόσωπο. Ωχρή όψη. ~ και με μάτια κλειστά. || σε επιστημονικούς όρους: (ιατρ.) ωχρή κηλίδα*. ωχρά σπειροχαίτη*. (βιολ.) ωχρό σωμάτιο*. β. αχνός και αδύνατος, θαμπός, αμυδρός: Tο ωχρό φως ενός κεριού. Tο ωχρό φως της χειμωνιάτικης σελήνης. 2. (μτφ.) θολός, αμυδρός: Ωχρή ανάμνηση. Ωχρά είδωλα.

[λόγ. < αρχ. ὠχρός & σημδ. γαλλ. pâle]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες