Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ύπερος ο [íperos] Ο19 : το θηλυκό μέρος του άνθους: Ο ~ αποτελείται από την ωοθήκη, το στύλο και το στίγμα.
[λόγ. < αρχ. ὕπερος `γουδοχέρι΄ σημδ. γαλλ. pistil]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < αρχ. ὕπερος `γουδοχέρι΄ σημδ. γαλλ. pistil]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |