Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όψη
1 εγγραφή
όψη η [ópsi] Ο31 : I. η ενέργεια του βλέπω κυρίως στις εκφράσεις εκ πρώτης όψεως, με βάση την πρώτη εντύπωση, χωρίς προσεκτική παρατήρηση ή εξέταση. (λόγ.) (γνωρίζω κπ. ή κτ.) εξ όψεως, τον γνωρίζω, γιατί τον έχω δει, αλλά δεν έχω μιλήσει μαζί του. || (οικον.) (Tραπεζικός) λογαρια σμός όψεως, από τον οποίο ο καταθέτης μπορεί να κάνει ανάληψη χρημάτων, όποτε θέλει. ANT λογαριασμός προθεσμίας. || (αεροναυτ.) Πτή ση* όψεως. II1α. το τμήμα ενός υλικού αντικειμένου που φαίνεται και ιδίως η επιφάνειά του: Xειρόγραφο σε πάπυρο γραμμένο από τη μία μό νο ~. H μπροστινή ~ ενός αντικειμένου, ιδίως κτιρίου, πρόσοψη, φάτσα. H καλή ~ ενός υφάσματος. ANT η ανάποδη. Οι δύο όψεις ενός νομίσματος. ΦΡ η άλλη ~ του νομίσματος*. οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος*. β. το ανθρώπινο πρόσωπο και ιδίως η έκφρασή του: Ωχρή / άγρια / θλιμμένη / φοβισμένη / κουρασμένη / ταλαιπωρημένη ~. Δεν έχει καλή ~, λόγω αρρώστιας. 2. η μορφή, η εμφάνιση, η εικόνα ενός πράγματος και ιδίως: α. το σύνολο των χαρακτηριστικών του, αισθητών ή και νοητών: Άλλαξε η ~ του κόσμου μετά τον τελευταίο πόλεμο. Παραθεριστικές περιοχές που παρουσιάζουν ~ αστικού κέντρου. β. κάθε επί μέρους χαρακτηριστικό ή ομάδα χαρακτηριστικών που συγκροτούν το παραπάνω σύνολο: H νυχτερινή / η καλοκαιρινή ~ μιας πόλης. Οι διάφορες όψεις του συζητούμενου θέματος.

[λόγ. < αρχ. ὄψις (-σις > -ση) & σημδ. γαλλ. aspect, face]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες