Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όχθη η [óxθi] Ο30 : η καθεμιά από τις δύο λωρίδες ξηράς που περιορίζουν από δεξιά και αριστερά μια σημαντική ροή νερού: Οι όχθες ενός ποταμού / του χειμάρρου. Ομαλές / απόκρημνες όχθες. Δεξιά* / αριστερή* ~. Περνάω στην απέναντι ~. || (επέκτ.) για τη λωρίδα στεριάς που περικλείει οποιαδήποτε σημαντική ποσότητα νερού: Οι όχθες της λίμνης. || ακτή: Για να ελέγχει κάποιος ένα θαλάσσιο πέρασμα πρέπει να κατέχει και τις δύο του όχθες. ΦΡ η άλλη ~, η διαφορετική άποψη και εκείνοι που την υποστηρίζουν· η άλλη πλευρά.
[λόγ. < αρχ. ὄχθη]