Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 21 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ορο- 1 [oro] & ορό- [oró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. όρος (αρσ.) ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στο σύνορο, στο όριο: ~θέτηση, ~σήμανση, ~φύλακας, ορόσημο.
[λόγ. < ελνστ. ὁρο- θ. του αρχ. ουσ. ὅρο(ς) ὁ ως α' συνθ.: ελνστ. ὁρο-θεσία]
- ορο- 2 & ορό-, όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (ανατ., ιατρ.) το ουσ. ορός ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: ~αιμάτωμα, ~γόνος, ~διάγνωση. || ορόγαλα.
[λόγ. < αρχ. ὀρο- θ. του ουσ. ὀρό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ὀρο-ποσία `το να πίνει κάποιος τυρόγαλο΄ μτφρδ. γαλλ. séro-: ορο-θεραπεία < γαλλ. sérothérapie]
- ορο- 3 & ορεο- [oreo] ή ορεό- [oreó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. όρος (ουδ.) ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στα βουνά: ~πέδιο, ~σειρά, ~γένεση, ορεογνωσία, ορεογραφία, ορεόφυτα.
[λόγ. < ελνστ. ὀρο-, ὀρεο- θ. του αρχ. ουσ. ὄρο(ς) τό ως α' συνθ.: ελνστ. ὀρο-πέδιον, ὀρεο-σέλινον & γαλλ. oro-, oréo- < ελνστ. ὀρο-, ὀρεο-: ορο-γραφικός < γαλλ. orographique, ορεο-πίθηκος < oréopithèque]
- ορογένεση η [orojénesi] Ο33 : (γεωλ.) το σύνολο των διαδικασιών σχηματισμού ενός όρους ή μιας οροσειράς: Aλπική ~.
[λόγ. < γαλλ. orogenèse < oro- = ορο- 3 + -genèse = -γένε(σις) -ση]
- ορογόνος -ος -ο [oroγónos] Ε14 : (ανατ.) για όργανο του σώματος που παράγει, που εκκρίνει ορό: ~ υμένας / θύλακας.
[λόγ. ορο- 2 + -γόνος μτφρδ. γαλλ. séreuse]
- οροθεσία η [oroθesía] Ο25 : η οροθέτηση.
[λόγ. < ελνστ. ὁροθεσία]
- οροθέτηση η [oroθétisi] Ο33 : εντοπισμός των ακραίων σημείων μιας επιφάνειας ή χάραξη των ορίων ανάμεσα στα τμήματα στα οποία αυτή χωρίζεται· οριοθέτηση1: ~ οικισμού.
[λόγ. οροθετη- (οροθετώ) -σις > -ση]
- οροθετικός 1 -ή -ό [oroθetikós] Ε1 : που έχει σχέση με την οροθέτηση: Οροθετική γραμμή, η γραμμή των συνόρων ανάμεσα σε δύο κράτη και με επέκταση για οποιοδήποτε άλλο όριο.
[λόγ. οροθε(σία) -τικός]
- οροθετικός 2 -ή -ό : για πρόσωπο στο αίμα του οποίου έχουν ανιχνευθεί αντισώματα ενός συγκεκριμένου ιού. || (ως ουσ.).
[λόγ. ορο- 2 + θετικός μτφρδ. αγγλ. seropositive]
- οροθετώ [oroθetó] -ούμαι Ρ10.9 : εντοπίζω τα ακραία σημεία μιας επιφάνειας ή χαράζω τα όρια ανάμεσα στα τμήματα στα οποία αυτή χωρίζε ται· οριοθετώ1.
[λόγ. < ελνστ. ὁροθετῶ]



