Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όντως [óndos] επίρρ. : (λόγ.) πραγματικά: ~ είχες δίκιο. || απόλυτα, στη θέση καταφατικής απάντησης: Έπρεπε να το είχαμε προσέξει απ΄ την αρχή. -~, πράγματι.
[λόγ. < αρχ. ὄντως]