Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όνειδος
1 εγγραφή
όνειδος το [óniδos] Ο47 (χωρίς πληθ.) : (λόγ.) ό,τι ντροπιάζει τον άνθρωπο δημόσια και σε μεγάλο βαθμό: Είναι το ~ της οικογένειάς μας, μέλος της οικογένειας που την ντροπιάζει. || κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ντροπή: Έζησε μέσα στο ~.

[λόγ. < αρχ. ὄνειδος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες