Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
63 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ολονυχτίς [olonixtís] επίρρ. : (λογοτ.) καθ΄ όλη τη διάρκεια της νύχτας.
[μσν. ολονυχτίς < φρ. όλ(η) -ο- + νύχτ(α) -ίς, κατά τα άλλα επιρρ. σε -ίς: νωρίς]
- ολόξανθος -η -ο [olóksanθos] Ε5 : που είναι εντελώς ξανθός· κατάξανθος: Ολόξανθα μαλλιά. Είναι ~, έχει ολόξανθα μαλλιά.
[μσν. ολόξανθος < ολο- + ξανθ(ός) -ος]
- ολόπλευρος -η -ο [olóplevros] Ε5 : που αφορά όλα τα στοιχεία, όλα τα τμήματα της έννοιας στην οποία αναφέρεται· (πρβ. πλήρης): Ολόπλευρη ανάλυση / ανάπτυξη / κατανόηση ενός θέματος. Ολόπλευρη οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
ολόπλευρα ΕΠIΡΡ: Άνθρωπος ~ καλλιεργημένος. [λόγ. ολο- + πλευρ(ά) -ος]
- ολόρθος -η -ο [olórθos] Ε3 : (λογοτ.) με επίταση, όρθιος.
[μσν. ολόρθος < ολ(ο)- + αρχ. ὀρθός]
- όλος -η -ο [ólos] Ε3 : 1. που κανένα από τα στοιχεία του, από τα τμήματά του δεν έχει παραλειφθεί· (πρβ. ολόκληρος): Έφαγε όλο το γλυκό· δεν άφησε καθόλου για μας, για ποσότητα. Δουλεύει συνεχώς όλη την ημέρα, για χρονικό διάστημα. Δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα. (έκφρ.) εφ΄ όλης της ύλης*. || (ως επιτατικό): Είμαι ~ μάτια / αυτιά, προσέχω πολύ βλέποντας / ακούγοντας. Είμαι ~ προσποίηση, προσποιούμαι πολύ. || με την πρόθεση παρά, δες παρά 1. (έκφρ.) παρ΄* όλα αυτά. α. (με άρθρο) ολικός, συνολικός: H όλη εργασία / προσπάθεια. Tο όλο έργο θα τελειώσει σε δύο χρόνια, το σύνολο του έργου. β. (ως ουσ.) το όλο, το σύνολο: Ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου είναι ένα αδιαίρετο όλο. Σχήμα λόγου που δηλώνει το μέρος αντί του όλου. 2. (πληθ.) για να δηλώσει ότι κτ. ισχύει για καθεμία από τις μονάδες του συνόλου, για το οποίο γίνεται λόγος: Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί. Όλα τα πουλιά έχουν φτερά. || (ως αντων.): Tους σκότωσαν όλους, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Tέλος καλό, όλα καλά. Nόμιζε ότι τα ξέρει όλα. ΦΡ και εκφράσεις ικανός* / άξιος* για όλα. όλα εδώ πληρώνονται*! (είμαι) μέσα* σε όλα. με* τα όλα του. μες στα όλα, για ενέργεια που γίνεται με αποφασιστικότητα, εξαρτάται όμως πολύ από την τύχη: Ρίχτηκε μες στα όλα αδιαφορώντας για τις συνέπειες. (λέω / επαναλαμβάνω κτ.) σε όλους τους τόνους*. α. (με προσ. αντων.) όλοι γενικά χωρίς εξαίρεση: Όλοι εμείς / εσείς / αυτοί. Όλους εμάς / εσάς / αυτούς. β. (με επανάληψη της λέξης και αριθμτ., για έμφαση) συνολικά: Tα δάχτυλά μας όλα όλα είναι είκοσι. Οι Σπαρτιάτες στις Θερμοπύλες ήταν όλοι (κι) όλοι τριακόσιοι. ΦΡ όλα κι όλα, για δήλωση ορίου ανοχής ή αντοχής: A, όλα κι όλα! χειρονομίες δε θέλω. τα παίζω* όλα για όλα. γ. Όλα, με αριθμητικό ιδίως σε ομαδικά αθλητικά παιχνίδια, για να δηλώσει ισοπαλία: Tο πρώτο ημίχρονο έληξε τρία όλα, τρία τρία.
όλο* ΕΠIΡΡ. [αρχ. ὅλος]
- ολοσέλιδος -η -ο [oloséliδos] Ε5 : (για κείμενο ή εικόνα) που καλύπτει ολόκληρη τη σελίδα, στην οποία είναι τυπωμένο: Ολοσέλιδη διαφήμιση / φωτογραφία.
[λόγ. ολο- + σελιδ- (δες σελίδα) -ος μτφρδ. γερμ. ganzseitig]
- ολοστρόγγυλος -η -ο [olostróngilos] Ε5 : που είναι τελείως στρογγυλός: Ολοστρόγγυλο φεγγάρι.
[ελνστ. ὁλοστρόγγυλος]
- ολοσχερής -ής -ές [olosxerís] Ε10 : που αφορά όλα τα στοιχεία της έννοιας στην οποία αναφέρεται: ~ ήττα. Yπέστησαν ολοσχερή καταστρο φή.
ολοσχερώς ΕΠIΡΡ εντελώς, πλήρως: Tο εργαστήριο καταστράφηκε ~. [λόγ. < αρχ. ὁλοσχερής· λόγ. < ελνστ. ὁλοσχερῶς]
- ολόσωμος -η -ο [olósomos] Ε5 : που αφορά ολόκληρο το σώμα, ιδίως το ανθρώπινο. α. που παριστάνει ολόκληρο το σώμα: Ολόσωμο άγαλμα. Ολόσωμη εικόνα / φωτογραφία. β. (για ρούχο) που καλύπτει ολόκληρο τον κορμό του σώματος: Ολόσωμο μαγιό / σύνολο. || (ως ουσ.) το ολόσωμο, συνήθ. για μαγιό: Φέτος το καλοκαίρι εμφανίστηκε με ολόσωμο.
[λόγ. < ελνστ. ὁλόσωμος `με ολόκληρο το σώμα, πλήρης΄]
- ολοταχώς [olotaxós] επίρρ. : (ιδ. για όχημα) με όση ταχύτητα μπορεί να αναπτύξει: Kινείται / έφυγε ~. || (ναυτ.) Πρόσω / εμπρός / όπισθεν ~, ως παράγγελμα.
[λόγ. ολο- + ταχ(ύς) -ώς μτφρδ. γαλλ. à toute vitesse]