Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όλοι
2 εγγραφές [1 - 2]
ολόιδιος -η -ο [olóiδjos] Ε5 : 1. που είναι εντελώς όμοιος με κπ. ή με κτ. άλλο: Είδες το Στάθη; ~ ο πατέρας του! Aγόρασα ένα φόρεμα ολόιδιο με το δικό σου. 2. που δεν έχει αλλάξει με το πέρασμα του χρόνου, που έχει μείνει ο ίδιος: Tο σπίτι του παππού, ολόιδιο όπως το άφησα πριν από χρόνια.

[ολο- + ίδιος]

ολόισιος -α -ο [olóisxos] Ε6 : που είναι εντελώς ίσιος: Ψηλά, ολόισια κυπαρίσσια. ολόισια ΕΠIΡΡ α. εντελώς ίσια. β. κατευθείαν: Tράβηξαν ~ για το σπίτι.

[ολο- + ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες