Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ωφελιμιστικός -ή -ό [ofelimistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον ωφελιμισμό, που συμφωνεί με τις αρχές του: Ωφελιμιστική άποψη / θεώρηση. Ωφελιμιστικά κριτήρια.
ωφελιμιστικά ΕΠIΡΡ: Σκέφτεται ~. [λόγ. ωφελιμιστ(ής) -ικός]



