Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ωτόρροια
1 εγγραφή
ωτόρροια η [otória] Ο27 : (ιατρ.) εκροή υγρού από τον έξω ακουστικό πόρο του αυτιού.

[λόγ. < γαλλ. otorrhée < oto- = ωτο- + -rrhée = -ρροια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες