Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ωμέγα
1 item total
ωμέγα το [oméγa] Ο (άκλ.) : ονομασία του εικοστού τέταρτου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και Ω, ω): Kεφαλαίο / μικρό ~. ΦΡ το άλφα* και το ~.

[λόγ. < μσν. t μέγα (σε αντίθεση προς το ὄ μικρόν, από τη διαφ. του σχήματος: σύγχυση προφοράς και γραφής), αρχ. ονομασία: τό t· (δες και Ω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go