Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψυχανώμαλος
1 εγγραφή
ψυχανώμαλος -η -ο [psixanómalos] Ε5 : (ειρ.) για άτομο με διαταραγμένο ψυχικό κόσμο. || (ως ουσ.): Όλοι οι ψυχανώμαλοι εδώ μέσα ήταν μαζεμένοι.

[ψυχ(ο)- 2 + ανώμαλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες