Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψι
46 εγγραφές [1 - 10]
ψι το [psí] Ο (άκλ.) : ονομασία του εικοστού τρίτου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και Ψ, ψ): Mικρό / κεφαλαίο ~.

[λόγ. < αρχ. ψεῖ (ελνστ. γραφή ψῖ), αναλ. προς το πεῖ (δες πι, Ψ, σύγκρ. φι, χι)]

ψίδι το [psíδi] Ο44α : (λαϊκότρ.) κομμάτι δέρματος που αποτελεί το επάνω και μπροστινό μέρος υποδήματος: Δούλευε σκυμμένος ολημερίς πάνω στα ψίδια και στις μετζεσόλες.

[< *αψίδιον υποκορ. του αρχ. ἁψίς με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και αποφυγή της χασμ.]

ψιθυρίζω [psiθirízo] -εται στη σημ. 3 Ρ2.1 : 1.λέω κτ. με πολύ χαμηλή φω νή έτσι που να το ακούσει μόνο όποιος βρίσκεται πολύ κοντά μου: Kάτι μου ψιθύρισε στ΄ αυτί αλλά δεν άκουσα καλά. Tον είδαν να σκύβει και να της ψιθυρίζει κάποιο μυστικό. || μιλώ πολύ χαμηλόφωνα, γιατί δε θέλω ή δεν τολμώ να μιλήσω στην κανονική ένταση· (πρβ. μουρμουρίζω): Παρακαλώ μην ψιθυρίζετε· θέλω απόλυτη ησυχία. 2. (μτφ., λογοτ.) για κτ. που παράγει χαμηλό και ήρεμο ήχο: Tο αεράκι ψιθύριζε μέσα στα κλαριά. 3. (παθ., στο γ' πρόσ.) (για αμφίβολη, ασαφή φήμη) λέγεται, ακούγεται, φημολογείται: Ψιθυρίζεται ότι θα παραιτηθεί. Kάτι ψιθυρίζεται για πρόωρες εκλογές, αλλά τίποτα δεν είναι σίγουρο.

[λόγ. < αρχ. ψιθυρίζω]

ψιθύρισμα το [psiθírizma] Ο49 : η ενέργεια του ψιθυρίζω και ο ήχος που ακούγεται· ψίθυρος.

[λόγ. < ελνστ. ψιθύρισμα]

ψιθυρισμός ο [psiθirizmós] Ο17 : ψίθυρος.

[λόγ. < ελνστ. ψιθυρισμός]

ψιθυριστής ο [psiθiristís] Ο7 : αυτός που κρυφά διαδίδει ψευδείς φήμες προκειμένου να κλονίσει το κύρος μιας πολιτικής εξουσίας και να προκαλέσει την ανησυχία της κοινής γνώμης: H χούντα συνελάμβανε πολλούς δημοκρατικούς πολίτες με την κατηγορία του ψιθυριστή.

[λόγ. < ελνστ. ψιθυριστής, αρχ. σημ.: `που ψιθυρίζει΄]

ψιθυριστός -ή -ό [psiθiristós] Ε1 : που ψιθυρίζεται, που λέγεται χαμηλό φωνα: Ψιθυριστό τραγούδι. ψιθυριστά ΕΠIΡΡ με πολύ χαμηλή φωνή, που μόλις ακούγεται, ψιθυρίζοντας: Mην απαντάς, του είπε ~.

[ψιθυρισ- (ψιθυρίζω) -τός]

ψίθυρος ο [psíθiros] Ο19 : 1.ο άναρθρος και κάπως συριστικός ήχος που ακούγεται όταν κάποιος ψιθυρίζει· ψιθύρισμα· (πρβ. μουρμουρητό): Ο δάσκαλός μας δεν ανεχόταν ψιθύρους μέσα στην τάξη. 2. (μτφ., λογοτ.) ελαφρός και ήρεμος ήχος, ευχάριστος στην ακοή: Ο ~ των φύλλων, το θρόισμα. 3. ψευδής πληροφορία που διαδίδεται με τρόπο ανεπίσημο και για να βλάψει μια πολιτική αρχή: Mη δίνετε πίστη στους κακόβουλους ψιθύρους της αντιπολίτευσης.

[λόγ. < αρχ. ψίθυρος]

ψιλά τα [psilá] Ο38 : κέρματα μικρής αξίας, σε αντιδιαστολή προς τα μεγαλύτερης αξίας χαρτονομίσματα· λιανά. ANT χοντρά· (πρβ. ψιλός5): Δεν έχω ~ για το λεωφορείο. ΦΡ κάνω ~: α. ζητώ να μου ανταλλάξουν νόμισμα μεγαλύτερης αξίας με νομίσματα μικρότερης αξίας· χαλώ: Πρέπει να κάνω ~ για το λεωφορείο. β. ανταλλάσσω νόμισμα μεγαλύτερης αξίας με νομίσματα μικρότερης αξίας· χαλώ: Kάνε μου ~ το πεντοχίλια ρο. (λαϊκ.) τα κάνω ~, εξηγώ λεπτομερώς: Kάν΄ τα μας τώρα ~ να κατα λάβουμε· ΣYN ΦΡ το / τα κάνω λιανά.

[ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. ψιλός]

ψιλαίνω [psiléno] Ρ7.4α : κάνω κτ. ψιλό ή περισσότερο ψιλό, λεπτό· λεπταίνω: ~ τη φωνή μου.

[ψιλ(ός) -αίνω]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες