Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψηλο- [psilo] & ψηλό- [psiló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ψηλ- [psil], συχνά όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· προσδίδει την ιδιότητα του επιθέτου ψηλός σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~τάβανος, ψηλόσωμος. || (μτφ.) ψηλαρμενίζω. || (προφ.) συχνά σε λέξεις με μεταφορική ή μειωτική σημασία: ~γκαμήλα, ~λέλεκας, ~μύτης.
[θ. του επιθ. ψηλ(ός) -ο-]
- ψηλογκαμήλα η [psilogamíla] Ο25α : (προφ.) ως χλευαστικός χαρακτηρισμός ψηλής και άγαρμπης γυναίκας.
[ψηλο- + γκαμήλα]
- ψηλοκρεμαστός -ή -ό [psilokremastós] Ε1 : για ρίψη μπάλας προς τα πάνω και ψηλά, ώστε να πέσει κατακόρυφα: Έστειλε την μπάλα στο κέντρο του γηπέδου με ψηλοκρεμαστό σουτ. Ψηλοκρεμαστή μπαλιά / πάσα.
ψηλοκρεμαστά ΕΠIΡΡ. [ψηλο- + κρεμαστός]
- ψηλολέλεκας ο [psilolélekas] Ο5 : (προφ.) ως περιγελαστικός χαρακτηρισμός πολύ ψηλού και αδύνατου άντρα· ψηλέας.
[ψηλο- + λέλεκας]
- ψηλόλιγνος -η -ο [psilóliγnos] Ε5 : ψηλός και λεπτός, ψηλός και λυγερός: Ψηλόλιγνη κοπέλα. Ψηλόλιγνο, γυμνασμένο κορμί.
[ψηλο- + λιγν(ός) -ος]
- ψηλομύτης ο [psilomítis] Ο11 θηλ. ψηλομύτα [psilomíta] Ο25α : ως ειρωνικός χαρακτηρισμός προσώπου του οποίου η συμπεριφορά δείχνει έπαρση, υπεροψία· (πρβ. επηρμένος, υπερόπτης, ακατάδεκτος).
[ψηλο- + μύτ(η) -ης· ψηλομύτ(ης) -α]
- ψήλος το [psílos] Ο46 : (λαϊκότρ.) ύψος: Ένας φράχτης δύο μπόγια ~. ΕΠIΡΡ ΦΡ πάει του ψήλου, πετά προς τα πάνω ή ψηλώνει πολύ.
[< ψηλός υποχωρ., αναλ. προς άλλα ζευγάρια ουσ. - επίθ. με παρόμοιο τονικό σχ.: λεπρός - λέπρα, καστανός - κάστανο]
- ψηλός -ή -ό [psilós] Ε1 : 1.που έχει ύψος αρκετό ή μεγάλο σε σχέση με ένα άλλο που θεωρείται κανονικό ή συνηθισμένο· (πρβ. υψηλός): α. (για έμψ.) ANT κοντός: ~ άντρας. Ψηλή γυναίκα. Ψηλό παιδί. Ψηλό άλογο. Φαίνεται λίγο ψηλότερος, επειδή είναι πιο αδύνατος. β. (για άψ.) ANT χαμηλός: ~ τοίχος / φράκτης / πύργος. Ψηλό κτίριο / σπίτι / καμπαναριό / δέντρο / κυπαρίσσι / βουνό. Ψηλό τραπέζι / σκαμνί. Ψηλή καρέκλα. Ψη λό καπέλο. Ψηλά τακούνια. ΦΡ τα ψηλά καπέλα*. 2. που βρίσκεται σε σχετικά αρκετό ή μεγάλο ύψος από το έδαφος. ANT χαμηλός: Ψηλό ταβάνι. Tα ψηλά ράφια μιας βιβλιοθήκης. || που βρίσκεται σε σχετικά μεγάλο υψόμετρο: Ψηλά αλώνια. H ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου. ΠAΡ Aπ΄ τα ψηλά στα χαμηλά κι απ΄ τα πολλά στα λίγα*.
ψηλούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ: Ψηλούτσικο δεντρί. ψηλά* ΕΠIΡΡ. [μσν. ψηλός (στη νέα σημ.) < αρχ. ὑψηλός `που βρίσκεται ψηλά, μεγαλόπρεπος΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· ψηλ(ός) -ούτσικος]
- ψηλοτάβανος -η -ο [psilotávanos] Ε5 : που έχει ψηλό ταβάνι, οροφή. ANT χαμηλοτάβανος: Ψηλοτάβανο δωμάτιο. Παλιό ψηλοτάβανο σπίτι.
[ψηλο- + ταβάν(ι) -ος]
- ψηλοτάκουνος -η -ο [psilotákunos] Ε5 : (για υπόδημα) που έχει ψηλό τακούνι. ANT χαμηλοτάκουνος: Ψηλοτάκουνες γόβες.
[ψηλο- + τακού ν(ι) -ος]



