Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψαμμόφιλος -η -ο [psamófilos] Ε5 : (για ζώο ή φυτό) που ζει ή φύεται σε αμμώδη εδάφη.
[λόγ. < γαλλ. psammophile < αρχ. ψάμμ(ος) -ο- + -phile = -φιλος]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < γαλλ. psammophile < αρχ. ψάμμ(ος) -ο- + -phile = -φιλος]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |