Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψαλμουδιά η [psalmuδjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) ψαλμωδία.
[ελνστ. ψαλμῳδία (δες λ.) με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[ελνστ. ψαλμῳδία (δες λ.) με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |