Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψαλιδόγλωσσος
1 εγγραφή
ψαλιδόγλωσσος -η -ο [psaliδóγlosos] Ε5 : (προφ., περιπαικτικά) φλύαρος.

[ψαλίδ(ι) -ο- + γλώσσ(α) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες