Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψαριά η [psarjá] Ο24 : η ποσότητα των ψαριών που ψάρεψε ή που μπορεί να ψαρέψει κάποιος: Για τους ψαράδες είναι γρουσουζιά να τους ευχηθείς «καλή ~».
[ψάρ(ι) -ιά]
- ψαρός -ιά -ό [psarós] Ε2 & ψαρής -ιά -ί [psarís] Ε8 & ψαρί [psarí] Ε (άκλ.) : (συνήθ. για τρίχωμα) που είναι άσπρος αλλά και με πολλές και πυκνές μαύρες τρίχες· (πρβ. γκρίζος, σταχτής): Ψαρά μαλλιά, γκρίζα. Ψαρά γένια. Ψαρί μουστάκι. || που έχει ψαρό τρίχωμα: Ψαρί άλογο. || (ως ουσ.) ο ψαρής, συνηθισμένη ονομασία γκρίζου αλόγου.
[αρχ. ψαρός `στικτός΄ κατά τη σημ. του ψαρής (η σημερ. σημ. μσν.)· ψάρ(ι) -ής· ψάρ(ι) -ί 4]



