Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χόνδρινος
1 εγγραφή
χόνδρινος -η -ο [xónδrinos] Ε5 : που αποτελείται από χόνδρο.

[λόγ. < αρχ. χόνδρινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες