Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χυδαϊσμός ο [xiδaizmós] Ο17 : (μειωτ., παρωχ.) κατά τους οπαδούς της καθαρεύουσας, η χρησιμοποίηση της ακραίας δημοτικής γλώσσας.
[λόγ. χυδαϊσ- (χυδαΐζω) -μός]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. χυδαϊσ- (χυδαΐζω) -μός]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |