Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χτεσινοβραδινός
1 εγγραφή
χτεσινοβραδινός -ή -ό [xtesinovraδinós] & χθεσινοβραδινός -ή -ό [xθesinovraδinós] Ε1 : που έγινε ή που παρουσιάστηκε χτες το βράδυ: Ο ~ χορός / επισκέπτης. Tα χθεσινοβραδινά γεγονότα. || (ως ουσ.): Mε στεναχώρησαν πολύ τα χθεσινοβραδινά.

[χτεσιν(ός) -ο- + βραδινός· λόγ. επίδρ. στο χτεσινοβραδινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες