Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χτεσινοβραδινός -ή -ό [xtesinovraδinós] & χθεσινοβραδινός -ή -ό [xθesinovraδinós] Ε1 : που έγινε ή που παρουσιάστηκε χτες το βράδυ: Ο ~ χορός / επισκέπτης. Tα χθεσινοβραδινά γεγονότα. || (ως ουσ.): Mε στεναχώρησαν πολύ τα χθεσινοβραδινά.
[χτεσιν(ός) -ο- + βραδινός· λόγ. επίδρ. στο χτεσινοβραδινός]



