Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χρωματιστός -ή -ό [xromatistós] Ε1 : που έχει χρώμαI1β, που δεν είναι άσπρος ή μαύρος: Xρωματιστό πουκάμισο. Xρωματιστά σεντόνια. Xρωματιστό γυαλί.
χρωματιστά ΕΠIΡΡ. [λόγ. χρωματισ- (χρωματίζω) -τός]



