Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρυσοποίκιλτος
1 εγγραφή
χρυσοποίκιλτος -η -ο [xrisopíkiltos] Ε5 : που τον έχουν διακοσμήσει με χρυσά κεντήματα και στολίδια: Tα χρυσοποίκιλτα άμφια των αρχιερέων.

[λόγ. < ελνστ. χρυσοποίκιλτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες